κατοικητήριον: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats. | |elnltext=κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατοικητήριον]], ου, τό, [from [[κατοικέω]]<br />a [[dwelling]]-[[place]], [[abode]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.
English (Strong)
from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.
English (Thayer)
κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.
Middle Liddell
κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.