κνημιδοφόρος: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend. | |elnltext=κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κνημῑδο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />wearing [[greaves]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.
Greek (Liddell-Scott)
κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κνημῑδοφόρος: имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи (Λύκιοι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνημιδοφόρος -ον [κνημίς, φέρω] scheenplaten dragend.