λέμμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λέμμα:''' ατος τό [[λέπω]]<br /><b class="num">1)</b> кожица, оболочка (τῶν σαρκῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> скорлупа, (sc. τοῦ [[ᾠοῦ]] Arph.).
|elrutext='''λέμμα:''' ατος τό [[λέπω]]<br /><b class="num">1)</b> кожица, оболочка (τῶν σαρκῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> скорлупа, (sc. τοῦ [[ᾠοῦ]] Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λέμμα]], ατος, τό, [[λέπω]]<br />that [[which]] is peeled off, [[peel]], [[husk]], [[skin]], [[scale]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέμμα Medium diacritics: λέμμα Low diacritics: λέμμα Capitals: ΛΕΜΜΑ
Transliteration A: lémma Transliteration B: lemma Transliteration C: lemma Beta Code: le/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (λέπω)

   A that which is peeled off, rind, husk, Hp.Mul. 2.117, Ar.Av.674, Alex.266.3; τῆς . . σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Pl.Ti. 76a.    2 ἰχθύων λέμματα scales, Poll.6.51.    3 metaph., a mere husk, of one who has been swindled, Anaxil.33.5.

German (Pape)

[Seite 28] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως λέμμα τὸ νῦν λεγόμενον δέρμα, Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

λέμμα: τό, (λέπω) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, φλοιός, λεπίς, «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = ἁπλοῦς φλοιός, «φλοῦδι» ἄνευ ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on pèle.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.

Greek Monolingual

λέμμα, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα
2. μτφ. αφελής άνθρωπος
3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ- (πρβλ. λέ-λεμ-μαι, παθ. παρακμ. του λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

λέμμα: -ατος, τό (λέπω), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την απολέπιση, φλοιός, δέρμα, λέπι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λέμμα: ατος τό λέπω
1) кожица, оболочка (τῶν σαρκῶν Plat.);
2) скорлупа, (sc. τοῦ ᾠοῦ Arph.).

Middle Liddell

λέμμα, ατος, τό, λέπω
that which is peeled off, peel, husk, skin, scale, Ar.