Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεμπτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεμπτός:''' 3, редко Soph.<br /><b class="num">1)</b> заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. [[Ion]] ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ [[πλῆθος]] Her. численно недостаточный; οὐ μ. [[μισθός]] Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν [[ἐστί]] σοι [[γάνος]]; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;<br /><b class="num">2)</b> порицающий, упрекающий (τινι Soph.).
|elrutext='''μεμπτός:''' 3, редко Soph.<br /><b class="num">1)</b> заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. [[Ion]] ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ [[πλῆθος]] Her. численно недостаточный; οὐ μ. [[μισθός]] Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν [[ἐστί]] σοι [[γάνος]]; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;<br /><b class="num">2)</b> порицающий, упрекающий (τινι Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεμπτός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> to be blamed, [[blameworthy]], Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not [[contemptible]], Thuc.:—adv. [[μεμπτῶς]] Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. throwing [[blame]] [[upon]], τινι Soph.; [[where]] [[μεμπτός]] is fem. for -τή.
}}
}}

Revision as of 03:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμπτός Medium diacritics: μεμπτός Low diacritics: μεμπτός Capitals: ΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: memptós Transliteration B: memptos Transliteration C: memptos Beta Code: mempto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A blameworthy, E.Hel.462, Phld.Oec.p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.Fr.220, S.OC1036, Th.3.57, etc.; οὐ μ. not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht.187c; in a question, Hdt.7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28.    II Act., throwing blame upon, τινι S.Tr.446, where μεμπτός is fem.

German (Pape)

[Seite 129] adj. verb. zu μέμφομαι, getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; μισθός, zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτός εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, ἄξιος μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ ἄξιος μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, ἔνθα τὸ μεμπτὸς εἶναι θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 qui mérite des reproches, blâmable;
2 qui fait des reproches;
Cp. μεμπτότερος.
Étymologie: adj. verb. de μέμφομαι.

English (Slater)

μεμπτός
   1 contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεμπτός, -ή, -όν) μέμφομαι
άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος
αρχ.
1. ευκαταφρόνητοςκαίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.)
2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς εἰμί, κάρτα μαίνομαι», Σοφ.).
επίρρ...
μεμπτώς και -ά (Α μεμπτῶς)
με αξιόμεμπτο τρόπο.

Greek Monotonic

μεμπτός: -ή, -όν,
I. αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. μεμπτότερος, σε Θουκ.· οὐ μεμπτός, δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. μεμπτῶς, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει κατηγορία σε κάποιον, τινι, σε Σοφ.· όπου το μεμπτός είναι θηλ. αντί -τή.

Russian (Dvoretsky)

μεμπτός: 3, редко Soph.
1) заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. Ion ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ πλῆθος Her. численно недостаточный; οὐ μ. μισθός Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνος; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;
2) порицающий, упрекающий (τινι Soph.).

Middle Liddell

μεμπτός, ή, όν
I. to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut.
II. act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.