μελλόγαμος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελλόγαμος:''' готовящийся вступить в брак ([[τᾶλις]] Soph.; [[γαμβρός]] Theocr.). | |elrutext='''μελλόγαμος:''' готовящийся вступить в брак ([[τᾶλις]] Soph.; [[γαμβρός]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελλό-γᾰμος, ον<br />betrothed, Soph., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A betrothed, S.Ant.628 (codd. plurimi, anap.), Theoc.22.140, Euph. 7.
German (Pape)
[Seite 125] im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόγᾰμος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 (ἔνθα ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur le point de se marier.
Étymologie: μέλλω, γάμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, -ον)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος)].
Greek Monotonic
μελλόγᾰμος: -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα, σε Σοφ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μελλόγαμος: готовящийся вступить в брак (τᾶλις Soph.; γαμβρός Theocr.).
Middle Liddell
μελλό-γᾰμος, ον
betrothed, Soph., Theocr.