νήριτος: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(2) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[uncountable]] (Hes. Op. 511, A. R.).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">νηριτόφυλλον πολύφυλλον</b> H. and <b class="b3">νηριτόμυθος</b> (H.); cf. also <b class="b3">νηρίται μεγάλοι</b> H. (after Redard 117 to be changed into <b class="b3">νήριται μεγάλαι</b>).<br />Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] <b class="b2">*h₂ri-</b> [[count]].<br />Etymology: From <b class="b2">*n̥-h₂ri-tos</b> (<b class="b3">-άρι-τος</b>), compound of privative n̥- (s. <b class="b3">νη-</b>) and a verb <b class="b3">ἀρι-</b> [[count]] (s. <b class="b3">ἀριθμός</b>) with <b class="b3">το-</b>suffix; thus in <b class="b3">εἰκοσιν-ήριτος</b> <b class="b2">twenty(fold) counted</b> (X 349; compos. lengthening), Arc. <b class="b3">Ἐπάριτοι</b> = <b class="b3">ἐπίλεκτοι</b> a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name <b class="b3">Νήριτον</b> (B 632, Od.) and the PN <b class="b3">Νήριτος</b> (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[uncountable]] (Hes. Op. 511, A. R.).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">νηριτόφυλλον πολύφυλλον</b> H. and <b class="b3">νηριτόμυθος</b> (H.); cf. also <b class="b3">νηρίται μεγάλοι</b> H. (after Redard 117 to be changed into <b class="b3">νήριται μεγάλαι</b>).<br />Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] <b class="b2">*h₂ri-</b> [[count]].<br />Etymology: From <b class="b2">*n̥-h₂ri-tos</b> (<b class="b3">-άρι-τος</b>), compound of privative n̥- (s. <b class="b3">νη-</b>) and a verb <b class="b3">ἀρι-</b> [[count]] (s. <b class="b3">ἀριθμός</b>) with <b class="b3">το-</b>suffix; thus in <b class="b3">εἰκοσιν-ήριτος</b> <b class="b2">twenty(fold) counted</b> (X 349; compos. lengthening), Arc. <b class="b3">Ἐπάριτοι</b> = <b class="b3">ἐπίλεκτοι</b> a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name <b class="b3">Νήριτον</b> (B 632, Od.) and the PN <b class="b3">Νήριτος</b> (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νήρῐτος, ον, = [[νήριθμος]]<br />[[countless]], [[immense]], Hes.:— [[hence]] the [[name]] of the Ithacan [[mountain]], Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.
German (Pape)
[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.
Greek (Liddell-Scott)
νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.
English (Autenrieth)
see εἰκοσινήριτος.
Greek Monolingual
νήριτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον
όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό της Ανωγής
3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος.
Greek Monotonic
νήρῐτος: -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
νήρῐτος: неисчислимый, безмерный (ὕλη Hes.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: uncountable (Hes. Op. 511, A. R.).
Compounds: As 1. member in νηριτόφυλλον πολύφυλλον H. and νηριτόμυθος (H.); cf. also νηρίται μεγάλοι H. (after Redard 117 to be changed into νήριται μεγάλαι).
Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] *h₂ri- count.
Etymology: From *n̥-h₂ri-tos (-άρι-τος), compound of privative n̥- (s. νη-) and a verb ἀρι- count (s. ἀριθμός) with το-suffix; thus in εἰκοσιν-ήριτος twenty(fold) counted (X 349; compos. lengthening), Arc. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name Νήριτον (B 632, Od.) and the PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f.
Middle Liddell
νήρῐτος, ον, = νήριθμος
countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.