ὁμόρροθος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμόρροθος:''' Theocr. = [[ὁμορρόθιος]].
|elrutext='''ὁμόρροθος:''' Theocr. = [[ὁμορρόθιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμόρ-ροθος, ον,<br />[[properly]], [[rowing]] [[together]]: [[hence]] [[side]] by [[side]], Theocr.:—so, ὁμορρόθιος, ον, Anth.
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόρροθος Medium diacritics: ὁμόρροθος Low diacritics: ομόρροθος Capitals: ΟΜΟΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: homórrothos Transliteration B: homorrothos Transliteration C: omorrothos Beta Code: o(mo/rroqos

English (LSJ)

ον, prop.

   A rowing together : hence, side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5 :—also ὁμο-ρρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόρροθος: -ον, κυρίωςὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d’accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.

Greek Monolingual

ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ῥόθος «ο ήχος του κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύ-ρροθος)].

Greek Monotonic

ὁμόρροθος: -ον, κυρίως, αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο· απ' όπου, διπλανός, κοντινός, σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, -ον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόρροθος: Theocr. = ὁμορρόθιος.

Middle Liddell

ὁμόρ-ροθος, ον,
properly, rowing together: hence side by side, Theocr.:—so, ὁμορρόθιος, ον, Anth.