πάνδικος: Difference between revisions

From LSJ
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάνδικος -ον [πᾶς, δίκη] geheel rechtvaardig; adv. πανδίκως geheel terecht.
|elnltext=πάνδικος -ον [πᾶς, δίκη] geheel rechtvaardig; adv. πανδίκως geheel terecht.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάν-δῐκος, ον, [[δίκη]]<br />all [[righteous]], Soph. adv. -κως, [[most]] [[justly]], Aesch.; but [[simply]] = [[πάντως]], Soph.
}}
}}

Revision as of 05:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδῐκος Medium diacritics: πάνδικος Low diacritics: πάνδικος Capitals: ΠΑΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pándikos Transliteration B: pandikos Transliteration C: pandikos Beta Code: pa/ndikos

English (LSJ)

ον,

   A all-righteous, φρήν S.Tr.294; π. σέβας prob. in A. Supp.776(lyr.). Adv. -κως most justly, Id.Th.172 (lyr.), 670, Ch.241, S.OC1306, E.Rh.720 (lyr.); as in duty bound, S.Tr.611, 1247.

German (Pape)

[Seite 458] ganz gerecht; λιταί, Aesch. Spt. 155; φρήν, Soph. Trach. 294. – Häufiger im adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht, ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται, Aesch. Ch. 239; Eum. 771 u. öfter; Soph. Trach. 610; Eur. Rhes. 720.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδῐκος: -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. βοῦνις. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ λέξις κεῖται ἁπλῶς ὡς = πάντως, Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: πᾶν, δίκη.

Greek Monolingual

-ον, Α
δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ.
β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.).
επίρρ...
πανδίκως
με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].

Greek Monotonic

πάνδῐκος: -ον (δίκη), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, πάρα πολύ δίκαιος, σε Αισχύλ.· αλλά απλώς = πάντως, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάνδῐκος: совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = πανδίκως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδικος -ον [πᾶς, δίκη] geheel rechtvaardig; adv. πανδίκως geheel terecht.

Middle Liddell

πάν-δῐκος, ον, δίκη
all righteous, Soph. adv. -κως, most justly, Aesch.; but simply = πάντως, Soph.