πολιορκία: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.
|elnltext=πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολιορκία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a besieging, [[siege]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph. a besieging, pestering, Plut.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκία Medium diacritics: πολιορκία Low diacritics: πολιορκία Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Transliteration A: poliorkía Transliteration B: poliorkia Transliteration C: poliorkia Beta Code: poliorki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A siege of a city, Hdt.1.81, 190, 5.34, And.1.73, Th.2.78, etc.    2 metaph., besieging, pestering, v. l. in Plu.Sull.25.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, Belagerung einer Stadt; Her. 5, 34; Thuc. 2, 78 u. öfter, wie Plat. Alc. II, 142 a u. Folgde; auch übtr., Plut. Sull. 25.

Greek (Liddell-Scott)

πολιορκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην Ἡρόδ. 1. 81, 190., 5. 34, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 2. 78, κτλ. 2) μεταφ., ἐνόχλησις, Πλουτ. Σύλλ. 25˙ ἴδε πολιορκέω 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 siège d’une ville, investissement;
2 fig. obsession, tourment.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιορκίη, Α πολιορκώ
1. ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης από πολεμικές δυνάμεις με σκοπό την κατάληψή της
2. φορτική ενόχληση
νεοελλ.
1. συνωστισμός πλήθους γύρω από έναν τόπο
2. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κατάσταση εξαιρετικού κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ασφάλειας ή του πολιτεύματος, λόγω της οποίας αναστέλλονται, βάσει του Συντάγματος, οι θεμελιώδεις περί ατομικών δικαιωμάτων και περί τακτικών δικαστηρίων συνταγματικές διατάξεις
β) «ερωτική πολιορκία» — διαρκής παρακολούθηση και ενόχληση προσώπου από κάποιον, που επιθυμεί να δημιουργήσει μαζί του ερωτικές σχέσεις.

Greek Monotonic

πολιορκία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. πολιορκία, κατάκτηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεταφ., πίεση ή ενόχληση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολιορκία: ион. πολιορκίη ἡ
1) осада Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;
2) докучливые придирки (ὕβρις καὶ π. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.

Middle Liddell

πολιορκία, ἡ,
1. a besieging, siege, Hdt., Thuc., etc.
2. metaph. a besieging, pestering, Plut.