βριθύς: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Cf. [[βριαρός]].]<br />[[weighty]], [[heavy]], Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.
|mdlsjtxt=[Cf. [[βριαρός]].]<br />[[weighty]], [[heavy]], Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βριθύς]] -εῖα -ύ [βρι- ‘zwaar’] zwaar; ook overdr., d.w.z. moeilijk te accepteren.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθύς Medium diacritics: βριθύς Low diacritics: βριθύς Capitals: ΒΡΙΘΥΣ
Transliteration A: brithýs Transliteration B: brithys Transliteration C: vrithys Beta Code: briqu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ,

   A heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.

Spanish (DGE)

(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.

Greek Monolingual

βριθύς, -εῑα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.

Greek Monotonic

βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).

Russian (Dvoretsky)

βρῑθύς: εῖα, ύ
1) тяжелый, тяжеловесный (ἔγχος Hom.; βάσταγμα Plut.);
2) тяжеловооруженный (ὁπλιτοπάλας Aesch.);
3) тяжкий, губительный (μῆχαρ Aesch.).

Middle Liddell

[Cf. βριαρός.]
weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριθύς -εῖα -ύ [βρι- ‘zwaar’] zwaar; ook overdr., d.w.z. moeilijk te accepteren.