γλωσσαλγία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(1a)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γλώσσαλγος]]<br />[[endless]] [[talking]], wordiness, Eur.
|mdlsjtxt=[[γλώσσαλγος]]<br />[[endless]] [[talking]], wordiness, Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλωσσαλγία]] -ας, ἡ [[γλῶσσα]], [[ἄλγος]] geklets, gezwets.
}}
}}

Revision as of 06:18, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσαλγία Medium diacritics: γλωσσαλγία Low diacritics: γλωσσαλγία Capitals: ΓΛΩΣΣΑΛΓΙΑ
Transliteration A: glōssalgía Transliteration B: glōssalgia Transliteration C: glossalgia Beta Code: glwssalgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A endless talking, wordiness, E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.

Greek Monolingual

η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.

Greek Monotonic

γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γλωσσαλγία: ἡ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.

Middle Liddell

γλώσσαλγος
endless talking, wordiness, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωσσαλγία -ας, ἡ γλῶσσα, ἄλγος geklets, gezwets.