συμμαχέω: Difference between revisions
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμμᾰχέω:''' <b class="num">1)</b> совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими. | |elrutext='''συμμᾰχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 10 January 2019
English (LSJ)
aor.
A συνεμάχησα IG22.10A7 (v B.C.): pf. συμμεμάχηκα SIG588.61 (Milet., ii B.C.):—to be an ally, to be in alliance, A.Pers. 793, Th.1.35, 7.50, etc.: c. acc. cogn., σ. τὴν μάχην IG l.c.: c. dat., SIG366.8 (Delph., iii B.C.), etc.; οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν join not in war but in doing wrong, Th.1.39: generally, help, succour, σ. τινί S.Ant.740, Ph.1368, Pl.R.440c, Phlb.14b, etc.; τοῖσιν εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Critias 21; σ. ὥστε . .assist towards... Hdt.1.98:— Med., pf. part. συμμεμαχημένος in act. sense, Luc. Tyr.7:—Pass., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Id.Cal.22. Cf.συμμάχομαι.
German (Pape)
[Seite 980] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμᾰχέω: εἶμαι σύμμαχος, εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― καθόλου, βοηθῷ, συντρέχω, σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Κριτίας 13· σ. ὥστε..., βοηθῶ ὥστε..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. συμμάχομαι. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
assister dans un combat :
1 être allié de guerre;
2 en gén. assister, secourir, τινι ; Pass. συμμαχεῖσθαι ὑπό τινος LUC être secouru par qqn.
Étymologie: σύμμαχος.
Greek Monotonic
συμμᾰχέω: μέλ. -ήσω (σύμμαχος), είμαι σύμμαχος, ανήκω σε μια συμμαχία, σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, συνδράμω, τινί, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, δέχομαι βοήθεια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμμᾰχέω:
1) совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;
2) помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν ὥστε τοιοῦτο εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμαχέω, Att. ook ξυμμαχέω [σύμμαχος] meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. helpen, bijstaan (vaak in de strijd); met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω σύμμαχος
to be an ally, to be in alliance, Aesch., Thuc.:—generally, to help, aid, succour, τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.