ἀνόνητος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνόνητος:''' <b class="num">1)</b> бесполезный, напрасный, ненужный (ἔπη Soph. - v. l. [[ἀνόητος]]; [[γάμος]] Eur.; τὰ ἐκτὸς ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий пользоваться, не извлекающий никакой пользы (τινος Dem.).
|elrutext='''ἀνόνητος:'''<br /><b class="num">1)</b> бесполезный, напрасный, ненужный (ἔπη Soph. - v. l. [[ἀνόητος]]; [[γάμος]] Eur.; τὰ ἐκτὸς ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий пользоваться, не извлекающий никакой пользы (τινος Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀνίνημι]]<br /><b class="num">I.</b> [[unprofitable]], [[useless]], Soph., Eur., etc.; neut. pl. ἀνόνητα as adv. in [[vain]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] no [[profit]] from a [[thing]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ὀνίνημι]]<br /><b class="num">I.</b> [[unprofitable]], [[useless]], Soph., Eur., etc.; neut. pl. ἀνόνητα as adv. in [[vain]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] no [[profit]] from a [[thing]], Dem.
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόνητος Medium diacritics: ἀνόνητος Low diacritics: ανόνητος Capitals: ΑΝΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anónētos Transliteration B: anonētos Transliteration C: anonitos Beta Code: a)no/nhtos

English (LSJ)

Dor. ἀνόν-ᾱτος, ον,

   A unprofitable, περισσὰ κἀνόνητα σώματα S.Aj.758; ὦπολλὰ λέξας . . κἀνόνητ' ἔπη v.l. ib.1272; ἀ. γάμος E.Or. 1501 (lyr.), cf. Hel.886; ἀ. γίγνεσθαι D.9.40, cf. Plu.2.248a; τινί Arist.EN1095a9, cf.Pol.1334b40; ἄργυρον εἰς ἀνόνατα ῥέοντα Cerc.4.4:—neut. pl. ἀνόνητα is freq. in E. as Adv., in vain, as Hec.766, Alc.412 (lyr.), al.; ἀνόνητα πονεῖν Pl.R.486c: regul.Adv. -τως Pall. inHp.2.147D, Sch.E.Or.1501: Comp., ibid.    II Act., c. gen., τῶν ἀγαθῶν ἀ. τινα ποιῆσαι deprive of all benefit from .., D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.p.13D.

German (Pape)

[Seite 241] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόνητος: Δωρ. ᾱτος, ον, ἀνωφελής, περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη αὐτόθι 1272˙ ἀνόνητος γάμος Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα ταῦτα ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα εἶναι συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. ἀνονήτως Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inutile ; pl. neutre adv. • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;
2 qui ne tire pas profit de, gén..
Étymologie: ἀ, ὀνέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -ᾱτος E.Alc.412, Cerc.2.7
I 1no de pers., abs. o c. dat. que no trae beneficios, que no tiene valor, inútil abs. σώματα S.Ai.758, γάμοι E.Hel.886, cf. Or.1501, ἄγαλμα E.Fr.386, cf. Ar.V.314, τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν κύβων προσγιγνόμενα ἀ. γίγνεται Alcid.16.27, ταῦτα D.9.40, χώρα Plu.2.248a, δρόμος Nonn.D.20.163, φαρέτρη Nonn.D.36.75
c. dat. ἅπαντα ἀ. ... αὐτοῖς γένοιτο IG 3(3).97.29 (IV/III a.C.), τοῖς ... τοιούτοις ἀνόνητος ἡ γνῶσις γίνεται Arist.EN 1095a9, ἀνόνητος ... τοῖς ... πρεσβυτέροις ἡ χάρις Arist.Pol.1334b40, ἀνόνητος ἦν ἡ μαντικὴ τοῖς πολίταις Plu.2.821b, συνειδότες ὡς ἀ. αὐτοῖς ἐστιν ἡ λογοθεσία PCatt.ue.4.9
neutr. plu. adv. en vano ἀνόνατ' ἀνόνατ' ἐνύμφευσας E.Alc.412, ἀ. ... (ἔτεκον) τόνδ' E.Hec.766, ἔτεκες ἀ. E.Hipp.1145, ἀνόνητα ... πονῶν Pl.R.486c, cf. 531d, X.Eph.5.8.4, ἄργυρον ... εἰς ἀνόνατα ῥέοντα dinero gastado en vano Cerc.2.7.
2 de pers. c. gen. que no se aprovecha de τῶν ἀγαθῶν D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.5, D.Chr.29.21
c. gen. de pers. que no recibe ayuda de Procop.Pers.2.20.3.
II adv. -ως inútilmente Pall.in Hp.2.147, Sch.E.Or.1501.

Greek Monolingual

ἀνόνητος, -ον (Α) ονίνημι
1. ο μη χρήσιμος, ανώφελος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνόνητα
μάταια, άδικα
3. ενεργ. «ποιῶ τινὰ ἀνόνητον τῶν ἀγαθῶν» — στερώ από κάποιον τα αγαθά.

Greek Monotonic

ἀνόνητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον (ὀνίνημι),
I. ανωφελής, ακερδής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ουδ. πληθ., ἀνόνητα, ως επίρρ., μάταια, σε Ευρ.
II. με γεν., αυτός που δεν αποφέρει κέρδος από κάτι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόνητος:
1) бесполезный, напрасный, ненужный (ἔπη Soph. - v. l. ἀνόητος; γάμος Eur.; τὰ ἐκτὸς ἀγαθά Plut.);
2) не умеющий пользоваться, не извлекающий никакой пользы (τινος Dem.).

Middle Liddell

ὀνίνημι
I. unprofitable, useless, Soph., Eur., etc.; neut. pl. ἀνόνητα as adv. in vain, Eur.
II. c. gen. making no profit from a thing, Dem.