Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[φλέω]]<br />[[περίοδος]] [[ακμής]] ενός φυτού, [[άνθηση]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φλοιός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[φλέω]]<br />[[περίοδος]] [[ακμής]] ενός φυτού, [[άνθηση]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φλοιός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόος Medium diacritics: φλόος Low diacritics: φλόος Capitals: ΦΛΟΟΣ
Transliteration A: phlóos Transliteration B: phloos Transliteration C: floos Beta Code: flo/os

English (LSJ)

ὁ, metaplast. acc.

   A φλόα Nic.Al.302: contr. φλοῦς PCair.Zen. 229.10 (iii B. C.), BGU1122.17,20 (i B. C.), v.l. in Dsc.3.147: (φλέω):— rarer form of φλοιός, παρθένιός μοι ἔπι φ., of a tree, AP9.706 (Antip.), cf. PCair.Zen. l.c. (iii B. C.).    2 the human skin, Nic. l.c.; also of the slough of serpents, Id.Th.355,392.    II φλους, Ion. for φλέως, Hdt.3.98.    III bloom of a plant, Arat.335, cf. Plu.2.683f.

German (Pape)

[Seite 1293] ὁ, zsgz. φλοῦς, im accus. auch metaplastisch φλόα, Nic. Al. 302, = φλοιός; – 1) Rinde, Schaale der Gewächse. bes. Baumrinde, Borke, Diosc.; – später übrtr. von der Haut der Menschen und Schlangen, Nic. a. a. O. u. Ther. 392. – 2) Blüthe oder übh. blühender, kräftiger Zustand einer Pflanze, Arat. Phaen. 335.

Greek (Liddell-Scott)

φλόος: ὁ, κατὰ μεταπλασμ. αἰτ. φλόα Νικ. Ἀλεξιφ. 302· συνῃρ. φλοῦς, φλοῦν αὐτόθι 269, Διοσκ. 3. 164· (φλέω)· ― σπανιώτερος τύπος τοῦ φλοιός, Ἀνθ. Παλατ. 9. 706· ὡσαύτως τὸ δέρμα (κοινῶς ὑποκάμισον), ὅπερ ἀπορρίπτουσιν οἱ ὄφεις, ὁ παλαιὸς αὐτῶν χιτών, λιβηρίς, σῦφαρ, Νίκ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. φλοῦς, Ἰων. ἀντὶ φλέως, Ἡρόδ. 3. 98. ΙΙΙ. τὸ ἄνθος, ἡ ἄνθησις, ἡ ὑγιὴς κατάστασις φυτοῦ, ἀκμή, Λατ. flos, Ἄρατ. 335.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
sorte de roseau ou de jonc, plante ; natte de jonc.
Étymologie: φλέω.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α φλέω
περίοδος ακμής ενός φυτού, άνθηση.
(II)
ὁ, Α
βλ. φλοιός.

Greek Monotonic

φλόος: ὁ (φλέω),
I. σπάνιος τύπος του φλοιός, σε Ανθ. II.φλοῦς, Ιων. αντί φλέως, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φλόος: I стяж. φλοῦς ὁ Her. = φλέως.
II ὁ Anth. = φλοιός.

Middle Liddell

φλόος, ὁ, φλέω
I. rarer form of φλοιός, Anth.
II. φλοῦς, ionic for φλέως, Hdt.