Εὐρώπη: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(1ab)
m (Text replacement - "*" to "*")
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Eurōpē
|Transliteration B=Eurōpē
|Transliteration C=Evropi
|Transliteration C=Evropi
|Beta Code=*eu)rw/ph
|Beta Code=*eu)rw/ph
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Europa, Europe</b>, as a geog. name, first in <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>251</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.70</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>191</span>, <span class="bibl">Hdt.1.4</span>,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> fem. pr. n. in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>357</span>, <span class="bibl">Hdt.1.2</span>, etc.:—also Εὐρώπεια, ἡ, <span class="bibl">Mosch.2.15</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Europa, Europe</b>, as a geog. name, first in <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>251</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.70</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>191</span>, <span class="bibl">Hdt.1.4</span>,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> fem. pr. n. in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>357</span>, <span class="bibl">Hdt.1.2</span>, etc.:—also Εὐρώπεια, ἡ, <span class="bibl">Mosch.2.15</span>.</span>
}}
}}

Revision as of 09:40, 13 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐρώπη Medium diacritics: Εὐρώπη Low diacritics: Ευρώπη Capitals: ΕΥΡΩΠΗ
Transliteration A: Eurṓpē Transliteration B: Eurōpē Transliteration C: Evropi Beta Code: *eu)rw/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A Europa, Europe, as a geog. name, first in h.Ap.251, Pi.N.4.70, A.Fr.191, Hdt.1.4,al.    II fem. pr. n. in Hes.Th.357, Hdt.1.2, etc.:—also Εὐρώπεια, ἡ, Mosch.2.15.

Greek (Liddell-Scott)

Εὐρώπη: ἡ, ὡς γεωγραφικὸν ὄνομα πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 251, 291, Πινδ. Ν. 4. 115· λιποῦσα δ᾿ Εὐρώπης πέδον ἤπειρον ἥξεις Ἀσιάδ᾿ Αἰσχύλ. Προμ. 734. ΙΙ. ὡς θηλ. κύριον ὄνομα, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 357, μία τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος. ― Περὶ τῆς ἁρπαγῆς τῆς Εὐρώπης ὑπὸ τοῦ Διὸς ἴδε Ἡρόδ. 1. 2, 173., 4. 45, ἀνάγνωθι δὲ καὶ τὸν χαριέστατον τοῦ Λουκιανοῦ διάλογον Ζεφύρου καὶ Νότου (Ἐνάλ. Διάλ. 15). ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «Εὐρώπη· χώρα τῆς δύσεως. ἢ σκοτεινή».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Europe, mère de Minos;
2 l’Europe.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ Εὐρώπη, Α και Εὐρώπεια)
μία από τις πέντε ηπείρους στην οποία ανήκει και η Ελλάδα
νεοελλ.
1. πολιτισμένος τόπος («εδώ είναι Ευρώπη»)
2. φρ. «Συμβούλιο της Ευρώπης» — οργάνωση συνεργασίας 17 ευρωπαϊκών κρατών με έδρα το Στρασβούργο και με σκοπό τη διάδοση και προώθηση κοινών αρχών και την επίτευξη πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής προόδου
αρχ.
η ξακουστή κόρη του Αγήνορος, την οποία απήγαγε ο Ζευς μεταμορφωμένος σε ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δεν είναι βέβαιο αν το όνομα της κόρης του Αγήνορος και η ονομασία της ηπείρου είναι ετυμολογικώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, καθώς επίσης αν η τελευταία προέρχεται από το επίθ. ευρωπός].

Greek Monotonic

Εὐρώπη: ἡ, Ευρώπη, ως γεωγραφ. όνομα πρωτοσυναντιέται σ' έναν Ομηρ. Ύμν. προς τον Απόλλωνα.

Russian (Dvoretsky)

Εὐρώπη: дор. Εὐρωπα ἡ Европа
1) дочь Океана Hes.;
2) дочь Феника или Агенора и Телефаессы, родившая от Зевса-быка Миноса, Радаманта и Сарпедона Batr., Her., Plat.;
3) часть света HH, Her. etc.

Middle Liddell

Εὐρώπη, ἡ,
Europa, Europe, as a geograph. name, first in the Hhymn. to Apollo.