διοπτήρ: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διοπτήρ]]<br />Μ και θηλ. [[διόπτειρα]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο για [[διόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> σκοπευτική [[συσκευή]] γεωδαιτικών οργάνων για τη [[μέτρηση]] αποστάσεων και γωνιών<br /><b>μσν.</b><br /><b>θηλ.</b | |mltxt=ο (AM [[διοπτήρ]]<br />Μ και θηλ. [[διόπτειρα]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο για [[διόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> σκοπευτική [[συσκευή]] γεωδαιτικών οργάνων για τη [[μέτρηση]] αποστάσεων και γωνιών<br /><b>μσν.</b><br /><b>θηλ.</b> η [[διόπτειρα]]<br />η [[οικονόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατάσκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανιχνευτής]], [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> [[υπεύθυνος]] για τη [[μετάδοση]] συνθημάτων [[κατά]] τη [[μάχη]]<br /><b>3.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας, [[διαστολέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2. II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24. III = διόπτρα 111, Aët.16.105.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d’adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj. διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκε Il.10.562
•explorador ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίους Agath.2.2.4, de los optiones, tesserarii οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24
•que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.
Greek Monolingual
ο (AM διοπτήρ
Μ και θηλ. διόπτειρα, η)
νεοελλ.
1. όργανο για διόπτευση
2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών
μσν.
θηλ. η διόπτειρα
η οικονόμος
αρχ.-μσν.
κατάσκοπος
αρχ.
1. ανιχνευτής, παρατηρητής
2. υπεύθυνος για τη μετάδοση συνθημάτων κατά τη μάχη
3. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη της μήτρας, διαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + οπτήρ < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
διοπτήρ: -ῆρος, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), κατάσκοπος, πρόσκοπος, ιχνηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
διοπτήρ: ῆρος ὁ
1) соглядатай, разведчик (στρατοῦ τινος Hom.);
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut.