δασκαλικός: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(8) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δασκαλικός]], -η, -ο (AM [[διδασκαλικός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διδασκαλικό [[χωρίο]]» ή «[[τόπος]] [[διδασκαλικός]]» — [[χωρίο]] από το οποίο εξάγεται [[φανερά]] η [[ερμηνεία]] λέξης ή η [[εφαρμογή]] γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δασκαλική]] και διδασκαλική, η (AM διδασκαλική)<br />το [[επάγγελμα]] του δάσκαλου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=και [[δασκαλικός]], -η, -ο (AM [[διδασκαλικός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διδασκαλικό [[χωρίο]]» ή «[[τόπος]] [[διδασκαλικός]]» — [[χωρίο]] από το οποίο εξάγεται [[φανερά]] η [[ερμηνεία]] λέξης ή η [[εφαρμογή]] γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[δασκαλική]] και διδασκαλική, η (AM διδασκαλική)<br />το [[επάγγελμα]] του δάσκαλου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[δασκαλικά]]<br />η σχολαστική [[καθαρεύουσα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δασκαλικά]] (AM διδασκαλικῶς)<br />με την [[άνεση]] και την [[πείρα]] του δασκάλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχολαστικός]], [[αναχρονιστικός]] («[[δασκαλική]] [[ιδεολογία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να διδάξει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[τέχνη]] ή η [[ικανότητα]] να διδάσκει [[κανείς]]<br />β) [[συμφωνητικό]] για την [[πρόσληψη]] μαθητευόμενου τεχνίτη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>διδασκαλικόν</i>, το<br />ο [[διδακτικός]] [[τρόπος]] τών γερόντων, η [[σχολαστικότητα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
και δασκαλικός, -η, -ο (AM διδασκαλικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο
2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» — χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου
3. το θηλ. ως ουσ. δασκαλική και διδασκαλική, η (AM διδασκαλική)
το επάγγελμα του δάσκαλου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δασκαλικά
η σχολαστική καθαρεύουσα
II. επίρρ. δασκαλικά (AM διδασκαλικῶς)
με την άνεση και την πείρα του δασκάλου
νεοελλ.
σχολαστικός, αναχρονιστικός («δασκαλική ιδεολογία»)
αρχ.
1. ο ικανός να διδάξει
2. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη ή η ικανότητα να διδάσκει κανείς
β) συμφωνητικό για την πρόσληψη μαθητευόμενου τεχνίτη
3. το ουδ. εν. ως ουσ. διδασκαλικόν, το
ο διδακτικός τρόπος τών γερόντων, η σχολαστικότητα.