φιλίτιον: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(1b)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (στη [[Σπάρτη]]) η [[αίθουσα]] τών [[κοινών]] συσσιτίων, [[φιδίτιον]]<br /><b>2.</b> (μόνον στον πληθ.) <i>τὰ [[φιλίτια]]<br />τα [[φιδίτια]], κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά [[συχνά]] ως δ. γρφ. του [[φιδίτιον]] και έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[φιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[φιδίτιον]] με συμφυρμό].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (στη [[Σπάρτη]]) η [[αίθουσα]] τών [[κοινών]] συσσιτίων, [[φιδίτιον]]<br /><b>2.</b> (μόνον στον πληθ.) τὰ [[φιλίτια]]<br />τα [[φιδίτια]], κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά [[συχνά]] ως δ. γρφ. του [[φιδίτιον]] και έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[φιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[φιδίτιον]] με συμφυρμό].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλίτιον Medium diacritics: φιλίτιον Low diacritics: φιλίτιον Capitals: ΦΙΛΙΤΙΟΝ
Transliteration A: philítion Transliteration B: philition Transliteration C: filition Beta Code: fili/tion

English (LSJ)

   A v. φιδίτιον.

German (Pape)

[Seite 1278] τό, v. l. für φιδίτιον, s. φειδίτιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον
2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια
τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. του φιδίτιον και έχει σχηματιστεί < φιλία + φιδίτιον με συμφυρμό].

Russian (Dvoretsky)

φῐλίτιον: τό Xen., Plut. = φιδίτιον.

Middle Liddell

φιλίτιον, ου, τό,
the common hall in which the public table was kept, Xen., Plut.:—others read φιδίτιον or φειδίτιον -ια, (as if from φείδομαἰ a frugal table, cheap dinner.