ικρίο: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ἰκρίον και [[ἴκριον]])<br />[[ικρίωμα]], [[σκαλωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρείο]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. | |mltxt=το (Α ἰκρίον και [[ἴκριον]])<br />[[ικρίωμα]], [[σκαλωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρείο]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. τὰ [[ἴκρια]]<br />α) [[σανίδωμα]] του καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων<br />β) οι πλευρές του πλοίου ή το άνω [[άκρο]] τών πλευρών του, η [[κουπαστή]]<br />γ) ξύλινο [[κατασκεύασμα]] ψηλότερο από την [[επιφάνεια]] του εδάφους, [[εξέδρα]]<br />δ) [[ξύλινος]] [[πύργος]]<br />ε) τα καθίσματα του θεάτρου<br />στ) [[ιστός]], [[κατάρτι]]<br />ζ) <b>εκκλ.</b> ο [[σταυρός]]<br />η) [[ράβδος]]<br />θ) [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικριόεις]], [[ικριώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικριοποιός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (Α ἰκρίον και ἴκριον)
ικρίωμα, σκαλωσιά
αρχ.
1. θεωρείο
2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια
α) σανίδωμα του καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων
β) οι πλευρές του πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή
γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους, εξέδρα
δ) ξύλινος πύργος
ε) τα καθίσματα του θεάτρου
στ) ιστός, κατάρτι
ζ) εκκλ. ο σταυρός
η) ράβδος
θ) στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ικριόεις, ικριώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικριοποιός].