εναργής: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐναργής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ευκρινής]], [[εμφανής]], [[σαφής]], [[καθαρός]], [[ολοφάνερος]] («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[σαφής]], [[ευνόητος]], [[κατανοητός]] («σημεῑα ἐναργέστερα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθητός]], [[ορατός]] («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῑς», Ιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται πολύ καλά [[αισθητός]] στη [[διάνοια]] ή την [[αίσθηση]], [[ευνόητος]], [[προφανής]] («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έξοχος]], [[λαμπρός]]<br /><b>4.</b> αυτός που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το σύνθετο [[επίθετο]] [[εναργής]] εμφανίζει ως α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και ως β' συνθετικό τ. <i>άργος</i> | |mltxt=-ές (AM [[ἐναργής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[ευκρινής]], [[εμφανής]], [[σαφής]], [[καθαρός]], [[ολοφάνερος]] («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[σαφής]], [[ευνόητος]], [[κατανοητός]] («σημεῑα ἐναργέστερα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθητός]], [[ορατός]] («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῑς», Ιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται πολύ καλά [[αισθητός]] στη [[διάνοια]] ή την [[αίσθηση]], [[ευνόητος]], [[προφανής]] («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έξοχος]], [[λαμπρός]]<br /><b>4.</b> αυτός που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το σύνθετο [[επίθετο]] [[εναργής]] εμφανίζει ως α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και ως β' συνθετικό τ. <i>άργος</i> > [[αργός]] «[[λαμπρός]], γρήγορος» (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντελής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ενάργεια]], <i>εναργώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ενάργημα]], <i>εναργότης</i>, <i>εναργώδης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:11, 15 January 2019
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναργής, -ές)
1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)
2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῑς», Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται πολύ καλά αισθητός στη διάνοια ή την αίσθηση, ευνόητος, προφανής («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», Πλάτ.)
3. έξοχος, λαμπρός
4. αυτός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σύνθετο επίθετο εναργής εμφανίζει ως α' συνθετικό την πρόθεση εν και ως β' συνθετικό τ. άργος > αργός «λαμπρός, γρήγορος» (πρβλ. εντελής).
ΠΑΡ. ενάργεια, εναργώ
αρχ.
ενάργημα, εναργότης, εναργώδης].