αδημονώ: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(1) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[αδημονώ]], -έω)<br /><b>1.</b> [[ανησυχώ]], [[ανυπομονώ]], [[αγωνιώ]], «[[κάθομαι]] σε αναμμένα κάρβουνα»<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από [[άγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται [[εκείνη]] που ανάγει τη λ. [[ἀδήμων]] (απ’ όπου παράγεται το <i>ἀδημονῶ</i>) στο επίθ. [[ἀδαής]] «<i>ο μη γνωρίζων</i>» από ρ. <i>ἐ</i>-<i>δάη</i>-<i>ν</i>, [[δαῆναι]] «γνώρισα, έμαθα» του <i>δάω</i>, [[ήτοι]] [[ἐδάην]] | |mltxt=(Α [[αδημονώ]], -έω)<br /><b>1.</b> [[ανησυχώ]], [[ανυπομονώ]], [[αγωνιώ]], «[[κάθομαι]] σε αναμμένα κάρβουνα»<br /><b>2.</b> στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από [[άγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται [[εκείνη]] που ανάγει τη λ. [[ἀδήμων]] (απ’ όπου παράγεται το <i>ἀδημονῶ</i>) στο επίθ. [[ἀδαής]] «<i>ο μη γνωρίζων</i>» από ρ. <i>ἐ</i>-<i>δάη</i>-<i>ν</i>, [[δαῆναι]] «γνώρισα, έμαθα» του <i>δάω</i>, [[ήτοι]] [[ἐδάην]] > <i>ἀ</i>-<i>δαής</i> > [[ἀδαήμων]] > [[ἀδήμων]] (με [[συναίρεση]]) > [[ἀδημονέω]]. Εν τοιαύτη περιπτώσει το [[ἀδήμων]] θα σήμαινε αρχικά «τον κατεχόμενο από [[άγνοια]] και, γι’ αυτό, από [[άγχος]], φόβο, [[αγωνία]]» — το ίδιο και το παραγωγό του <i>ἀδημονῶ</i>: αρχικά «μέ φοβίζει που δεν [[ξέρω]]» > «άγχομαι, [[ανησυχώ]] κ.λπ.». Αλλη ετυμολογική [[προσπάθεια]] αναγνωρίζει στο [[ἀδήμων]] ως αρχική τη σημ. του «στενοχωρημένος, [[λυπημένος]]», συνδέοντάς το με ρ. <i>ᾱδέω</i> (<b>βλ.</b> <i>ᾱδέω</i>)<br />[[ἀηδής]] > <i>ᾱδής</i> > <i>ᾱδέω</i> > <i>ᾱδήμων</i> (> <i>ἀδημονεύω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδημονία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδημοσύνη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
(Α αδημονώ, -έω)
1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα»
2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου παράγεται το ἀδημονῶ) στο επίθ. ἀδαής «ο μη γνωρίζων» από ρ. ἐ-δάη-ν, δαῆναι «γνώρισα, έμαθα» του δάω, ήτοι ἐδάην > ἀ-δαής > ἀδαήμων > ἀδήμων (με συναίρεση) > ἀδημονέω. Εν τοιαύτη περιπτώσει το ἀδήμων θα σήμαινε αρχικά «τον κατεχόμενο από άγνοια και, γι’ αυτό, από άγχος, φόβο, αγωνία» — το ίδιο και το παραγωγό του ἀδημονῶ: αρχικά «μέ φοβίζει που δεν ξέρω» > «άγχομαι, ανησυχώ κ.λπ.». Αλλη ετυμολογική προσπάθεια αναγνωρίζει στο ἀδήμων ως αρχική τη σημ. του «στενοχωρημένος, λυπημένος», συνδέοντάς το με ρ. ᾱδέω (βλ. ᾱδέω)
ἀηδής > ᾱδής > ᾱδέω > ᾱδήμων (> ἀδημονεύω).
ΠΑΡ. αδημονία
αρχ.
ἀδημοσύνη.