νέποδες: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(1ba)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νέποδες:''' <b class="num">I</b> οἱ [[νέω]] II]<br /><b class="num">1)</b> ластоногие (φῶκαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> Anth. = ἰχθύες.<br /><b class="num">II</b> οἱ (= лат. nepotes) потомки Theocr.
|elrutext='''νέποδες:'''<br /><b class="num">I</b> οἱ [[νέω]] II]<br /><b class="num">1)</b> ластоногие (φῶκαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> Anth. = ἰχθύες.<br /><b class="num">II</b> οἱ (= лат. nepotes) потомки Theocr.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:05, 31 January 2019

German (Pape)

[Seite 246] οἱ, so heißen bei Hom. Od. 4, 404 die Robben, φῶκαι νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης, was schon die Alten auf drei verschiedene Arten erklären, indem sie es – 1) von νή u. πούς ableiten, wie Apion, also = ἄποδες, die Fußlosen; aber sonst erscheint νη nie in νε verkürzt. – 2) von νέω (νήχομαι), wie Apoll. L. H. u. E. G. p. 405, 49, = νηξίποδες, Schwimmfüßige, mit Floßsüßen, Schol. αἱ διὰ τοῦ νήχεσθαι τὴν πορείαν ποιούμεναι. Dieser Deutung folgend nennen sp. D. alle Fische u. Wasserthiere übh. νέποδες, Satyr. 1 (VI, 11), Opp. C. 384 u. Nic. Al. 468. 485. Bei H. h. Apoll. 78 ἕκαστά τε φὖλα νεπούδων ist diese Form sehr auffallend, u. die Lesart wahrscheinlich verderbt. – 3) Eust. endlich sagt, daß, κατὰ γλῶττάν τινα, νέποδες = τέκνα seien, die Kinder, junge Brut. Diese in der homerischen Stelle vielleicht unwahrscheinliche Deutung paßt aber entschieden auf viele Stellen der alexandrinischen Dichter, die das Wort wie das lat. nepotes brauchen, und wahrscheinlich dies mit dem griechischen νέος verbanden, wie das auch erwähnte νεόποδες zeigt, vgl. Ap. Rh. 4, 1745, Theocr. 17, 25, Cleon. in E. M. p. 389, 28. – Spätere Gramm. hoben wieder das πούς mehr hervor u. meinten, wie Orus, E. M. p. 601, 29, daß die Kinder so hießen, weil sie die Füße noch nicht gebrauchen könnten, u. kamen so auf die erste Erkl. zurück. – Der sing. νέπους steht Callim. frg. 77; νέπος u. acc. νέποδα, für »Fisch«, steht in einem Epigr. bei Schäf. zu Greg. Cor. p. 682.

Greek (Liddell-Scott)

νέποδες: οἱ· - ἐν Ὀδ. Δ. 404, αἱ φῶκαι καλοῦνται νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης, δηλ. πιθαν. τὰ νεογνὰ ἢ τέκνα τῆς Ἁλοσ.· - διότι ὁ Εὐστ. λέγει ὅτι: νέπους ἦτο, κατὰ γλῶσσάν τινα, = ἀπόγονος (1502. 36)· καὶ οὕτως ἐξελάμβανον τὴν λέξιν οἱ Ἀλεξανδρ. ποιηταί, ἀθάνατοι δὲ καλεῦνται ἑοὶ νέποδες Θεόκρ. 17. 25· Γοργοφόνοι νέποδες Κλέων ὁ ἐλεγειοποιὸς ἐν Μεγ. Ἐτυμ. 389. 28· ὁ Κεῖος Ὑλλίκου νέπους Καλλ. Ἀποσπ. 77. πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1745. Ἐντεῦθεν ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς τὴν αὐτὴν τῇ τῆς λέξεως ἀνεψιός, Λατ. nepos, nepotes. ― Ἄλλοι ἐκ τῶν γραμματ. ἐπενόησαν παραδόξους ἐτυμολογίας: 1) κατὰ τὸν Ἀπίωνα ἐκ τοῦ νε- (ἀντὶ νη- στερητ.), πούς, = οἱ ἄνευ ποδῶν, ἄποδες· ἀλλ’ οὐδὲν ἀρνητικὸν μόριον νε- ὑπάρχει ἀλλαχοῦ που, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχον ἐν τῇ λέξ. νέκταρ. 2) κατὰ τὸν Ἀπολλ. ἐν Ὁμηρ. Λεξ. 472, Ἐτυμ. Γουδ. 405. 49, ἐκ τοῦ νέω νήχω, κολυμβῶ, ἑπομένως = νηξίποδες, οἱ διὰ τῶν ποδῶν κολυμβῶντες ἢ νηκτικοὺς πόδας ἔχοντες· ― καὶ βεβαίως ἡ λέξ. ἐθεωρεῖτο ὡς σημαίνουσα ὑδρόβια ζῷα, ἰχθῦς ἔτι καὶ ὑπὸ τοῦ Καλλ., θαλασσαίων μυνδότεροι νεπόδων Ἀποσπ. 160, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 468, 485, Ἀνθ. Π. 6. 11., 11. 63, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 40· ― οὕτω, κατὰ τὸ Παρισ. Ἀντίγραφ., ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 78, ἕκαστά τε φῦλα νεπούδων. ― Τὸ ἑνικ. νέπους ἀπαντᾷ ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 485· καὶ αἰτ. νέποδα = ἰχθὺν ἐν ἀδοκίμῳ τινὶ Ἐπιγρ. παρὰ Schäf εἰς Γρηγ. 682.

French (Bailly abrégé)

v. νέπους.

English (Autenrieth)

(νέω): ‘swim-footed,’ webfooted, Od. 4.404†. According to a modern interpretation (and an Alexandrian usage) the word=nepotes, ‘offspring.’

Greek Monotonic

νέποδες: οἱ, νεαροί, παιδιά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αρχ. λέξη με αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

νέποδες:
I οἱ νέω II]
1) ластоногие (φῶκαι Hom.);
2) Anth. = ἰχθύες.
II οἱ (= лат. nepotes) потомки Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pl.
Meaning: in νέποδες καλῆς Ἀλοσύδνης as designation of the φῶκαι, the seals (δ 404); by later poets differently interpreted: as 'ἀπόγονοι, descendants (Theoc. 17, 25, Call. Fr. 77; also Eust. 1502, 36); as 'νηξίποδες, swim-feeter (H.), referred to fishes (Call. Fr. 260, Nic., AP), as 'ἄποδες, feetless (Apion ap. Apollon. Lex.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Meaning uncertain, so etymologically unclear. For with swim-feet Brugmann IF 20, 218ff. supposing an original *νέτ-ποδες (to νότος; s.v. and νέω) or *νεπέ-ποδες to Skt. snapáyati swim, which however is a purely Indian formation and therefore must be given up. Against footless, except objective reasons, pleads the fact that Greek has no wordnegation *νε- not-, un-. The objective acceptable interpretation as ἀπόγονοι' identifies νέποδες wit Lat. nepōtes = Skt. nápātaḥ pl. grandchild; the word would have been adapted to the inflexion of πούς, older πώς : ποδός (Curtius 266f., Kretschmer Glotta 28, 266 f., Wackernagel Syntax 2,252). Cf. on the interpretations Pariente Emer. 11, 107ff.

Middle Liddell


young ones, children, Od., Theocr. [An old word of uncertain deriv.]