εὐστάθεια: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εὐστάθεια]] και εὐσταθία, Α και [[εὐσταθίη]]) [[ευσταθής]]<br /><b>1.</b> το να στέκει [[κάτι]] καλά, η [[σταθερότητα]] (α. «η [[ευστάθεια]] του πλοίου» β. «[[ὑπὲρ]] εὐσταθείας τῶν ἁγίων | |mltxt=η (Α [[εὐστάθεια]] και εὐσταθία, Α και [[εὐσταθίη]]) [[ευσταθής]]<br /><b>1.</b> το να στέκει [[κάτι]] καλά, η [[σταθερότητα]] (α. «η [[ευστάθεια]] του πλοίου» β. «[[ὑπὲρ]] εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῡ ἐκκλησιῶν»)<br /><b>2.</b> [[ησυχία]], [[ασφάλεια]] («[[εὐστάθεια]] κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> ψυχική [[ισορροπία]] («[[ευστάθεια]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη σωματική [[υγεία]]) καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αυτοκυριαρχία]], [[αυτοσυγκράτηση]] («[[εὐστάθεια]] ὁρμῶν» — η [[εγκράτεια]] στις ορμές, Στωικ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
English (LSJ)
[ᾰ] (also εὐσταθ-ία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. εὐσταθίη AP12.199 (Strat.)), ἡ,
A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15 (ii A.D.). 2 esp. of bodily health, εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56. 3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness, ὁρμῶν Stoic.3.65.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάθεια: ἡ, σταθερότης, καλὴ κατάστασις, εὐημερία, Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ ὑπὲρ εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ οὕτως Ἰων. εὐσταθίη Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l’intelligence.
Étymologie: εὐσταθής.
Greek Monolingual
η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῡ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλεια («εὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπία («ευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση («εὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).
Greek Monotonic
εὐστάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, σταθερότητα, καλή υγεία, ευημερία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστάθεια: (ᾰθ) ἡ
1) стойкость, твердость, постоянство (παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.);
2) хорошее состояние, крепость (σαρκός Epicur. ap. Plut.).