ευκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(15)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[γοργοκίνητος]] («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ταχύς]], ο [[σβέλτος]] («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[στερέωμα]]) αυτός που κινείται [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[ευμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[οξύνους]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῑαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο [[ευέλεγκτος]]<br /><b>4.</b> (για [[γλώσσα]]) αυτή που ρέει, ο [[κομψός]] [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐκίνητον</i><br />το ευμετάβλητο, η [[αστάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκινήτως</i> και <i>ευκίνητα</i> (ΑΜ εὐκινήτως)<br />με [[ευκινησία]], με [[σβελτάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκίνητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[γοργοκίνητος]] («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ταχύς]], ο [[σβέλτος]] («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῦ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[στερέωμα]]) αυτός που κινείται [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο [[ευμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], ο [[οξύνους]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῑαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο [[ευέλεγκτος]]<br /><b>4.</b> (για [[γλώσσα]]) αυτή που ρέει, ο [[κομψός]] [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐκίνητον</i><br />το ευμετάβλητο, η [[αστάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκινήτως</i> και <i>ευκίνητα</i> (ΑΜ εὐκινήτως)<br />με [[ευκινησία]], με [[σβελτάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῦ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.)
αρχ.-μσν.
1. (για το στερέωμα) αυτός που κινείται μαλακά
2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα, ο οξύνους
2. αυτός που έχει κλίση ή τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῑαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», Αριστοτ.)
3. αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο ευέλεγκτος
4. (για γλώσσα) αυτή που ρέει, ο κομψός λόγος
5. το ουδ. ως ουσ. τo εὐκίνητον
το ευμετάβλητο, η αστάθεια.
επίρρ...
ευκινήτως και ευκίνητα (ΑΜ εὐκινήτως)
με ευκινησία, με σβελτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κινητός (< κινώ)].