κόρφος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[κόρφος]])<br /><b>1.</b> ο [[κόλπος]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> η [[αγκαλιά]], το [[στήθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οι μαστοί («πως ο [[κόρφος]] καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει [[γάλα]] ανδρείας και ελευθερίας», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του ρούχου που καλύπτει το [[στήθος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ζέστανε [[φίδι]] στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα<br />β) «[[ούτε]] [[ψύλλος]] στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε [[κάποιος]] να έχει την [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἡ [[γυναίκα]] τοῡ κόρφου» — η [[σύζυγος]]<br />β) «[[βάζω]] τὸ [[χέρι]] στὸν κόρφο» — [[αποφασίζω]] [[κατά]] [[συνείδηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλφος]] ([[άλλος]] τ. του [[κόλπος]]), με [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>- ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] με ετυμολ. [[επίδραση]] του [[κρυφός]]].
|mltxt=ο (Μ [[κόρφος]])<br /><b>1.</b> ο [[κόλπος]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> η [[αγκαλιά]], το [[στήθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οι μαστοί («πως ο [[κόρφος]] καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει [[γάλα]] ανδρείας και ελευθερίας», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του ρούχου που καλύπτει το [[στήθος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ζέστανε [[φίδι]] στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα<br />β) «[[ούτε]] [[ψύλλος]] στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε [[κάποιος]] να έχει την [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἡ [[γυναίκα]] τοῦ κόρφου» — η [[σύζυγος]]<br />β) «[[βάζω]] τὸ [[χέρι]] στὸν κόρφο» — [[αποφασίζω]] [[κατά]] [[συνείδηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλφος]] ([[άλλος]] τ. του [[κόλπος]]), με [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>- ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] με ετυμολ. [[επίδραση]] του [[κρυφός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

ο (Μ κόρφος)
1. ο κόλπος της θάλασσας
2. η αγκαλιά, το στήθος
νεοελλ.
οι μαστοί («πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Σολωμ.)
2. το μέρος του ρούχου που καλύπτει το στήθος
3. φρ. α) «ζέστανε φίδι στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα
β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε κάποιος να έχει την τύχη του
μσν.
φρ. α) «ἡ γυναίκα τοῦ κόρφου» — η σύζυγος
β) «βάζω τὸ χέρι στὸν κόρφο» — αποφασίζω κατά συνείδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλφος (άλλος τ. του κόλπος), με τροπή του -λ- σε -ρ- ή κατ' άλλους < κόλπος με ετυμολ. επίδραση του κρυφός].