ποάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πόα]]<br /><b>1.</b> [[ξεριζώνω]] τα άχρηστα βότανα, [[βοτανίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) καλύπτομαι με [[χλόη]], με [[χορτάρι]] («καὶ τὸ [[ἔδαφος]] ποάζον δι' ἔτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) έχω πρασινωπή [[επιφάνεια]] («τὸ [[πέλαγος]] ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ τοῡ φύκους», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=Α [[πόα]]<br /><b>1.</b> [[ξεριζώνω]] τα άχρηστα βότανα, [[βοτανίζω]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) καλύπτομαι με [[χλόη]], με [[χορτάρι]] («καὶ τὸ [[ἔδαφος]] ποάζον δι' ἔτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[θάλασσα]]) έχω πρασινωπή [[επιφάνεια]] («τὸ [[πέλαγος]] ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποάζω Medium diacritics: ποάζω Low diacritics: ποάζω Capitals: ΠΟΑΖΩ
Transliteration A: poázō Transliteration B: poazō Transliteration C: poazo Beta Code: poa/zw

English (LSJ)

   A weed, cj. in Philem.116.4.    II of ground, produce grass, Str.5.3.8, 12.2.7; of the sea, appear grassy with seaweed, Id.16.4.7.

German (Pape)

[Seite 642] grasen od. krauten, d. i. Unkraut aussuchen, ausraufen, jäten, Theophr. Auch = mit Gras grünen, ποάζον πεδίον, Strab. 12, 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ποάζω: βοτανίζω, ἐκβάλλω, ἐκριζῶ τὰς ἀχρήστους βοτάνας, πρβλ. ποασμός, ποάστρια. ΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, παράγω πόαν, εἶμαι κεκαλυμμένος ἐκ πόας, χλόης, Στράβ. 236. 538, 770.

French (Bailly abrégé)

1 être couvert d’herbe ou de gazon;
2 produire de l’herbe.
Étymologie: πόα.

Greek Monolingual

Α πόα
1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω
2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι' ἔτους», Στράβ.)
3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους», Στράβ.).

Greek Monotonic

ποάζω: λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποάζω,
of ground, produce grass, Strab.