περίβλεπτος: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(1ba) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perivleptos | |Transliteration C=perivleptos | ||
|Beta Code=peri/bleptos | |Beta Code=peri/bleptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">looked at from all sides, admired of all observers</b>, βίος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>89</span>; ταὧς <span class="bibl">Antiph.175.5</span>; ἵππος <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>10.1</span> (Comp.); π. τὴν φύσιν τινὸς ποιεῖν <span class="bibl">Isoc.10.17</span>; mostly of persons, π. βροτοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>508</span>, cf. <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Sent.</span>7</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Pr.</span>31.23</span>, etc.; | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">looked at from all sides, admired of all observers</b>, βίος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>89</span>; ταὧς <span class="bibl">Antiph.175.5</span>; ἵππος <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>10.1</span> (Comp.); π. τὴν φύσιν τινὸς ποιεῖν <span class="bibl">Isoc.10.17</span>; mostly of persons, π. βροτοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>508</span>, cf. <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Sent.</span>7</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Pr.</span>31.23</span>, etc.; πάντων… -ότατοι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.30</span>; διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>8.38</span>, etc.; <b class="b3">π. παρά τισι</b> Carneïsc.<span class="title">Herc.</span>1027.12, <span class="bibl">D.S.13.92</span> ; π. ἐπ' ἀρετῇ <span class="bibl">Isoc.8.141</span>, cf. <span class="bibl">16.48</span> ; ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ <span class="bibl">Id.6.95</span>; π. τὸ σῶμα Anon. ap. Suid. s.v. [[Ἀρσάκης]] (Sup.), <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.7</span>; freq. as a title of honour, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1038.11</span> (vi A. D.), etc. Adv. -τως, ἀγωνίσασθαι <span class="bibl">D.S.18.30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:05, 26 February 2019
English (LSJ)
ον,
A looked at from all sides, admired of all observers, βίος E.Andr.89; ταὧς Antiph.175.5; ἵππος X.Eq.10.1 (Comp.); π. τὴν φύσιν τινὸς ποιεῖν Isoc.10.17; mostly of persons, π. βροτοῖς E.HF508, cf. Epicur. Sent.7, LXXPr.31.23, etc.; πάντων… -ότατοι X.HG7.1.30; διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις Id.Smp.8.38, etc.; π. παρά τισι Carneïsc.Herc.1027.12, D.S.13.92 ; π. ἐπ' ἀρετῇ Isoc.8.141, cf. 16.48 ; ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ Id.6.95; π. τὸ σῶμα Anon. ap. Suid. s.v. Ἀρσάκης (Sup.), Philostr.VA1.7; freq. as a title of honour, POxy. 1038.11 (vi A. D.), etc. Adv. -τως, ἀγωνίσασθαι D.S.18.30.
German (Pape)
[Seite 570] von ringsher gesehen, geachtet, bewundert; βίος, Eur. Andr. 89; περίβλεπτος βροτοῖς, Herc. Fur. 508; Xen. Cyr. 6. 1, 5; καὶ ὀνομαστός, Conv. 8, 38; οὐδὲν περίβλεπτον ποιήσας, Mem. 3, 4, 1; τοῖς πολλοῖς, Luc. Nigr. 4; a. Sp., wie Automed. 1 (XII, 34); περίβλεπτος καὶ μακαριστὴ δυναστεία, Pol. 10, 40, 9.
Greek (Liddell-Scott)
περίβλεπτος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων περιβλεπόμενος, θαυμαζόμενος, βίος Εὐρ. Ἀνδρ. 89· π. ποιεῖν τὴν φύσιν τινὸς Ἰσοκρ. 211C· τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, π. βροτοῖς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 508· πάντων… περιβλεπτότατοι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 38, κτλ.· π. παρά τισι Διόδ. 13. 92· π. ἐπ’ ἀρετῇ Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 356Ε· ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ ὁ αὐτ. 135Ε· π. τὸ σῶμα, τὴν ὥραν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀρσάκης, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 18. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : ἐν Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; ὑπό τινος admiré de qqn;
Cp. περιβλεπτότερος, Sp. περιβλεπτότατος.
Étymologie: περιβλέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίβλεπτος, -ον, ΝΜΑ περιβλέπω
1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από οποιαδήποτε θέση, ορατός από παντού, περίοπτος
2. μτφ. αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική θέση» β. «ὅς... περίβλεπτος ἦν παρά τοῑς Συρακοσίοις» — ο οποίος ήταν περιφανής ανάμεσα στους Συρακουσίους, Διόδ.)
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Περίβλεπτος
προσωνυμία της Θεοτόκου
αρχ.
λεγόταν ως τιμητικός τίτλος.
επίρρ...
περιβλέπτως ΝΑ
κατά τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.
Greek Monotonic
περίβλεπτος: -ον, αυτός που παρατηρείται από όλες τις πλευρές, θαυμάζεται από όλους τους παρατηρητές, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περίβλεπτος: всем видный, т. е. известный, славный, прославленный, замечательный (βροτοῖς Eur.; ἐν Ἓλλησι Xen.; παρά τισι Diod.; τῷ σωφρονεῖν καὶ πεπαιδεῦσθαι π. ὑπὸ τῶν πολιτῶν Plut.): οὐ π. βίος δούλης γυναικός Eur. жалкая жизнь рабыни.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίβλεπτος -ον [περιβλέπω] alom bewonderd.
Middle Liddell
περί-βλεπτος, ον,
looked at from all sides, admired of all observers, Eur., Xen.