τρύβλιον: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(1b) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύβλιον''': τό, [[πινάκιον]], κοῦπα, [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Ὄρν. 77, κ. ἀλλ.· εἰρήνης ῥοφήσει [[τρύβλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 278· μισθοῦ τρ. ῥοφῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 905. ΙΙ. ἐν ταῖς ἰατρ. συνταγαῖς ἦτο [[μέτρον]] χωροῦν ὅσον καὶ ἡ [[κοτύλη]], Ἱππ. 531. 51, Γαλην. τ. 13. σ. 976, 980, 9, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· - ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, περὶ δὲ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 119. 19. | |lstext='''τρύβλιον''': τό, [[πινάκιον]], κοῦπα, [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Ὄρν. 77, κ. ἀλλ.· εἰρήνης ῥοφήσει [[τρύβλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 278· μισθοῦ τρ. ῥοφῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 905. ΙΙ. ἐν ταῖς ἰατρ. συνταγαῖς ἦτο [[μέτρον]] χωροῦν ὅσον καὶ ἡ [[κοτύλη]], Ἱππ. 531. 51, Γαλην. τ. 13. σ. 976, 980, 9, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· - ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, περὶ δὲ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 119. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> coupe, bol, écuelle;<br /><b>2</b> <i>pudendum muliebre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG nom familier, sans étym. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τρύβλιον -ου, τό, Ion. τρυβλίον, schotel, kom; seks.: τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρύβλια hij likt de schotels van de vrouwen schoon Aristoph. Eccl. 847. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:04, 13 April 2019
English (LSJ)
τό,
A cup. bowl, Ar.Eq.650, Av.77, al.; εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον Id.Ach.278; μισθοῦ τ. ῥοφῆσαι Id.Eq.905: also in later Gr., LXX Nu.7.13, al., Ev.Matt.26.23. II in Medic. prescriptions, a measure, = ὀξύβαφον 11, Hp.Int.1, Mul.2.109, Alex.142, Gal.19.752. III = κεραμεοῦν ἄγγος ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσι ἀρτάβας, Ptol. Euerg.9J. [Proparox. acc. to Hdn.Gr.1.357, and so in Ar.ll. cc., LXX ll. cc. (cod. B), Suid.; τρυβλίον (s. v. l.) Hp. ll. cc., Gal.19.752, 753, Hsch., Gp.7.36.1.]
German (Pape)
[Seite 1155] τό (kein dim. u. dah. nicht τρυβλίον zu schreiben), eine Schaale, Schüssel, ein Trinkgeschirr; Ar. Av. 77 Ach. 278; κεραμεύειν τὰ τρύβλια, Eccl. 252. 847; Axionic. bei Poll. 10, 122; Ath. VI, 216; Luc. Tim. 54 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τρύβλιον: τό, πινάκιον, κοῦπα, ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Ὄρν. 77, κ. ἀλλ.· εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 278· μισθοῦ τρ. ῥοφῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 905. ΙΙ. ἐν ταῖς ἰατρ. συνταγαῖς ἦτο μέτρον χωροῦν ὅσον καὶ ἡ κοτύλη, Ἱππ. 531. 51, Γαλην. τ. 13. σ. 976, 980, 9, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· - ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, περὶ δὲ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 119. 19.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 coupe, bol, écuelle;
2 pudendum muliebre.
Étymologie: DELG nom familier, sans étym.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of uncertain affinity; a bowl: dish.
English (Thayer)
(so T (cf. Proleg., p. 102) WH; τρύβλιον R G L Tr) (on the accent see Passow, under the word; (Chandler § 350; Göttling, p. 408)), τριβλιου, τό, a dish, a deep dish (cf. B. D. under the word <TOPIC:Dish>): Aristophanes, Plutarch, Lucian, Aelian v. h. 9,37; the Sept. for קְעָרָה, for which also in Josephus, Antiquities 3,8, 10; Sirach 31:14.)
Greek Monotonic
τρύβλιον: τό, κούπα, ποτήρι, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύβλιον -ου, τό, Ion. τρυβλίον, schotel, kom; seks.: τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρύβλια hij likt de schotels van de vrouwen schoon Aristoph. Eccl. 847.
Russian (Dvoretsky)
τρύβλιον: v. l. τρυβλίον τό чаша, блюдо Arph., Luc.