ἁλυκός: Difference between revisions
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër") |
(c1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁλῠκός:''' (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями ([[Ποσειδῶν]] Arph.).<br />[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.). | |elrutext='''ἁλῠκός:''' (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями ([[Ποσειδῶν]] Arph.).<br />[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.). | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¡lukÒj 哈呂可士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':鹽(的)<p>'''字義溯源''':鹹的;源自([[ἅλς]])*=鹽)<p/>'''出現次數''':總共(1);雅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 鹹的(1) 雅3:12 | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 2 October 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A salt, Hp.Acut.42, Aër.1, Ar.Lys.403, LXX Ge.14.3; brackish, Thphr.HP4.3.5.
German (Pape)
[Seite 110] salzig, Plat. Tim. 65 d u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκός: -ή, -όν, ἁλμυρός, Ἱππ. π. διαί. Ὀξ. 390, Ἀριστοφ. Λυσ. 403, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
salé.
Étymologie: ἅλς².
Spanish (DGE)
(ἁλῠκός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1salado, salino de humores naturales πτύσματα Hp.Acut.42, φλέγματα Pl.Ti.86e, cf. 65e, χυμοί Praxag.Cous 22, cf. Phylotim.9, δάκρυ Call.Fr.313, ἱδρώς Thphr.Sud.4.
2 salado, salobre del mar y aguas minerales, Hp.Aër.1, cf. Arist.Pr.934a30, ὕδατα Ps.Dicaearch.1.27, νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκόν Ar.Lys.403, ὁ ἁ. ζάψ Simm.11, τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκήν el barranco salado, el mar Muerto LXX Ge.14.3, ἁ. θάλασσα LXX De.3.17, Nu.34.3
•subst. τὸ ἁ. la salinidad del mar, Plu.2.913c, ὁ ἁ. el mar, EM 948, cf. ἁλύκη Hsch.
3 salado, sazonado con sal ῥοφήματα, σιτία Hp.Aff.40, ὕδωρ Arist.HA 574a8, οἶνος Thphr.Od.48, τιμῆς τυρῶν ἁλυκῶν BGU 14.4.22 (III d.C.)
•subst. τὰ ἁ. alimentos salados, salazones Hp.Epid.7.68
•ἡ ἁ. salazón ζύτου καὶ ... ἁλυκῆς de cerveza y salazón, BGU 1069.ue.9 (III d.C.), cf. PLond.1393.36, ἁλυκῆς τάλαντα ɛ̄ para el aprovisionamiento de tropas POxy.2567.21 (III d.C.) en BL 6.110, cf. SB 9232.3.
II salado, saleroso, chistoso αὐτοσκώμματα Alciphr.3.7.2.
English (Strong)
English (Thayer)
(ή, salt (equivalent to ἁλμυρός): Aristophanes) Plato, Tim., p. 65e.; Aristotle, Theophrastus, others.)
Greek Monolingual
ἁλυκός, -ή, -όν (Α)
1. αλμυρός
2. ο λίγο αλμυρός, υφάλμυρος, γλυφός
3. «Ἁλυκὴ θάλασσα», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς το -υ- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα
πιθ. να οφείλεται σε επίδραση της λ. ἁλμυρός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκάτος, ἁλυκεία, ἁλυκίς, ἁλυκότης, ἁλυκώδης
νεοελλ.
αλυκή].
Russian (Dvoretsky)
ἁλῠκός: (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями (Ποσειδῶν Arph.).
[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.).
Chinese
原文音譯:¡lukÒj 哈呂可士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:鹽(的)
字義溯源:鹹的;源自(ἅλς)*=鹽)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 鹹的(1) 雅3:12