ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(1b)
(c2)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥᾳδιούργημα]], ατος, τό, [from [[ῥᾳδιουργέω]]<br />a [[reckless]] act, [[crime]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ῥᾳδιούργημα]], ατος, τό, [from [[ῥᾳδιουργέω]]<br />a [[reckless]] act, [[crime]], Plut.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':?vdioÚrghma 拉笛-烏而給馬<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':輊率的-工作(果效)<p>'''字義溯源''':輕率行為,罪行,卑鄙,奸;由([[Ῥαγαύ]])X*=輕鬆)與([[ἔργον]])=行為)組成,而 ([[ἔργον]])出自([[ἔργον]])X*=工作)<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 奸(1) 徒18:14
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳδιούργημα Medium diacritics: ῥᾳδιούργημα Low diacritics: ραδιούργημα Capitals: ΡΑΔΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: rhāidioúrgēma Transliteration B: rhadiourgēma Transliteration C: radioyrgima Beta Code: r(a|diou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.

German (Pape)

[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.

English (Strong)

from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.

Greek Monolingual

το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.

Greek Monotonic

ῥᾳδιούργημα: -ατος, τό, απερίσκεπτη πράξη, κακούργημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳδιούργημα: ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.

Middle Liddell

ῥᾳδιούργημα, ατος, τό, [from ῥᾳδιουργέω
a reckless act, crime, Plut.

Chinese

原文音譯:?vdioÚrghma 拉笛-烏而給馬

詞類次數:名詞(1)

原文字根:輊率的-工作(果效)

字義溯源:輕率行為,罪行,卑鄙,奸;由(Ῥαγαύ)X*=輕鬆)與(ἔργον)=行為)組成,而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 奸(1) 徒18:14