πτύρω: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(35) |
(c2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (συν. το μέσ.) [[πτύρομαι]]<br />[[φοβάμαι]], [[τρομάζω]] (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ [[ψυχή]]... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.<br />β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (σπαν. ενεργ.) [[φοβίζω]] («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[πτύρομαι]] προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς <i>πτοῶ</i>, [[πτήσσω]] κατ' [[επίδραση]] τών [[ὀδύρομαι]], [[μύρομαι]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (συν. το μέσ.) [[πτύρομαι]]<br />[[φοβάμαι]], [[τρομάζω]] (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ [[ψυχή]]... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.<br />β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (σπαν. ενεργ.) [[φοβίζω]] («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[πτύρομαι]] προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς <i>πτοῶ</i>, [[πτήσσω]] κατ' [[επίδραση]] τών [[ὀδύρομαι]], [[μύρομαι]]. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':ptÚrw 普替羅<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':驚嚇<p>'''字義溯源''':恐嚇,畏懼,驚動,驚嚇;源自([[πτοέω]])*=驚慌)。參讀 ([[πτοέω]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(1);腓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 驚嚇(1) 腓1:28 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 October 2019
German (Pape)
[Seite 811] scheu machen, pass. scheu werden; von Pferden, D. Sic. 2, 19, ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένου καὶ πτυρέντος, Plut. Fab. 3; Marcell. 6, u. a. Sp.; übh. in Schrecken gerathen, fürchten, οὐκ ἂν πτυρείης τὸν θάνατον, Plat. Ax. 370 a.
French (Bailly abrégé)
f. πτυρῶ, ao. ἔπτυρα;
Pass. ao.2 ἐπτύρην;
effrayer ; Pass. s’effrayer.
Étymologie: cf. πτοέω.
English (Strong)
from a presumed derivative of πτύω (and thus akin to πτοέω); to frighten: terrify.
English (Thayer)
(cf. Curtius, p. 706)); to frighten, affright: present passive participle πτυρόμενος, Hippocrates (430 B.C.>), Plato, Diodorus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
Α
1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι
φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.
β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ.
γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)
2. (σπαν. ενεργ.) φοβίζω («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. πτύρομαι προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς πτοῶ, πτήσσω κατ' επίδραση τών ὀδύρομαι, μύρομαι.
Chinese
原文音譯:ptÚrw 普替羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:驚嚇
字義溯源:恐嚇,畏懼,驚動,驚嚇;源自(πτοέω)*=驚慌)。參讀 (πτοέω)同源字
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 驚嚇(1) 腓1:28