ῥαφίς: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(1b) |
(c2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ῥᾰφίς, δοριξ [[ῥαπίς]], ίδος, ἡ, [[ῥάπτω]]<br />a [[needle]], Anth. | |mdlsjtxt=ῥᾰφίς, δοριξ [[ῥαπίς]], ίδος, ἡ, [[ῥάπτω]]<br />a [[needle]], Anth. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':?af⋯j 拉非士<p>'''詞類次數''':名詞(3)<p>'''原文字根''':縫(具)<p>'''字義溯源''':針;源自([[ῥάπισμα]])X*=縫),或源自([[ῥαπίζω]])=摑,掌擊),而 ([[ῥαπίζω]])出自([[Ῥαιφάν]] / [[Ῥεμφάν]] / [[Ῥεφάν]] / [[Ῥομφά]])X*=跌)。這字的字根:縫= ([[ῥάπισμα]])X。舊約亞當,夏娃用無花果樹的葉子,為自己編作裙子( 創3:7),這裏的‘編’字,七十士的希臘文,就是用‘縫= ([[ῥάπισμα]])X’<p/>'''出現次數''':總共(2);太(1);可(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 針(1) 可10:25;<p>2) 針的(1) 太19:24 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2019
English (LSJ)
Dor. ῥᾰπίς (Epich.51), ίδος, ἡ, (ῥάπτω)
A needle, Hp.Morb. 2.66 (where Gal.19.134 read ῥαφίῳ, al. γραφίσι), Archipp.38, Ph.Bel. 61.14, Hero Bel.109.1 (ῥανίδα codd.), AP11.110 (Nicarch.), Hermes 38.283; διὰ τρυπήματος (v.l. τρήματος) ῥαφίδος διελθεῖν (v.l. εἰσελθεῖν) Ev.Matt.19.24:—in Att. replaced by βελόνη, Phryn.72. II garfish, Belone acus, Epich. l.c., Arist.Fr.294, Opp.H.1.172, C.2.392.
German (Pape)
[Seite 835] ίδος, ἡ, die Nadel, Nähnadel, Sticknadel; Archipp. bei Poll. 10, 31; Nicarch. 16 (XI, 110); vgl. ῥαφιδεύς u. das dor. ῥαπίς, wie Lob. zu Phryn. 90, der als altattisch dafür βελόνη bemerkt.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφίς: Δωρ. ῥαπίς, -ίδος, ἡ, (ῥάπτω) βελόνη, Ἱππ. 484. 31 (ἔνθα ὁ Γαλην. ῥαφίῳ, ἕτεροι δὲ γραφίσι), ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὸ ῥῆγμα σύρραψον τόδε Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ» 4, Ἀνθ. Π. 11. 110· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 90. ΙΙ. θαλάσσιός τις ἰχθὺς κληθεὶς οὕτω, διότι ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ λήγει εἰς ὀξύτατον σχῆμα, ἄλλως βελόνη, ὀξυρύγχους ῥαφίδας Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, Ὀππ. Ἁλ. 1. 172, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 58, ιδ΄.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 aiguille, poinçon;
2 aiguille poisson de mer.
Étymologie: ῥάπτω.
English (Strong)
from a primary rhapto (to sew; perhaps rather akin to the base of ῥαπίζω through the idea of puncturing); a needle: needle.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ῥᾰφίς: Δωρ. ῥᾰπίς, -ίδος, ἡ (ῥάπτω), βελόνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) игла Anth.: διὰ τρυπήματος ῥαφίδος NT сквозь игольное ушко;
2) рыба морская игла Arst.
Middle Liddell
ῥᾰφίς, δοριξ ῥαπίς, ίδος, ἡ, ῥάπτω
a needle, Anth.
Chinese
原文音譯:?af⋯j 拉非士詞類次數:名詞(3)
原文字根:縫(具)
字義溯源:針;源自(ῥάπισμα)X*=縫),或源自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌)。這字的字根:縫= (ῥάπισμα)X。舊約亞當,夏娃用無花果樹的葉子,為自己編作裙子( 創3:7),這裏的‘編’字,七十士的希臘文,就是用‘縫= (ῥάπισμα)X’
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 針(1) 可10:25;
2) 針的(1) 太19:24