προμαρτύρομαι: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(c2) |
(cc2) |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':promartÚromai 普羅-馬而替羅買< | |sngr='''原文音譯''':promartÚromai 普羅-馬而替羅買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':以前-印證<br />'''字義溯源''':預先證明,預先見證;由([[πρό]])*=前)與([[μαρτύρομαι]])=傳召作證)組成;而 ([[μαρτύρομαι]])出自([[μάρτυς]] / [[πρωτόμαρτυς]])*=見證)<br />'''出現次數''':總共(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 預先證明(1) 彼前1:11 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2019
English (LSJ)
[ῡ],
A bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
French (Bailly abrégé)
attester d’avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.
English (Strong)
from πρό and μαρτύρομαι; to be a witness in advance i.e. predict: testify beforehand.
English (Thayer)
1. antetestor (in the old lexicons).
2. to testify beforehand, i. e. to make known by prediction: Basil of Seleucia, 32a. (Migne vol. lxxxv.) and) by Theodorus Metochita (c. 75, misc., p. 504) — a writer of the 1300-1399> fourteenth century.
Greek Monolingual
ΜΑ
δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῦ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)
μσν.
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»].
Greek Monotonic
προμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προμαρτύρομαι: (ῡ) предвозвещать, предрекать (τι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen.
Middle Liddell
Dep. to witness beforehand, NTest.
Chinese
原文音譯:promartÚromai 普羅-馬而替羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-印證
字義溯源:預先證明,預先見證;由(πρό)*=前)與(μαρτύρομαι)=傳召作證)組成;而 (μαρτύρομαι)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 預先證明(1) 彼前1:11