простираться: Difference between revisions
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προτείνω]], [[κατάκειμαι]], [[κατατείνω]], [[ὑποχέω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[συνάπτω]], [[ἐφήκω]], [[ὑπερπετάννυμι]], [[ἐπικίδνημι]], [[ἐπικίδναμι]], [[παρήκω]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[καθήκω]], [[κατήκω]], [[διατείνω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀπομηκύνω]], [[τείνω]] | |rueltext=[[πληρόω]], [[τελευτάω]], [[ἐξικνέομαι]], [[διήκω]], [[ἐπέχω]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἀνήκω]], [[προτείνω]], [[κατάκειμαι]], [[κατατείνω]], [[ὑποχέω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[συνάπτω]], [[ἐφήκω]], [[ὑπερπετάννυμι]], [[ἐπικίδνημι]], [[ἐπικίδναμι]], [[παρήκω]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[καθήκω]], [[κατήκω]], [[διατείνω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀπομηκύνω]], [[τείνω]], [[ἀποτείνω]], [[ἀνατείνω]], [[καθάπτω]], [[συμπεραίνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
πληρόω, τελευτάω, ἐξικνέομαι, διήκω, ἐπέχω, ἐφικνέομαι, ἀνήκω, προτείνω, κατάκειμαι, κατατείνω, ὑποχέω, ἐπιθιγγάνω, συνάπτω, ἐφήκω, ὑπερπετάννυμι, ἐπικίδνημι, ἐπικίδναμι, παρήκω, εἰσέχω, ἐσέχω, καθήκω, κατήκω, διατείνω, ἀποβαίνω, ἀπομηκύνω, τείνω, ἀποτείνω, ἀνατείνω, καθάπτω, συμπεραίνω