ἐπικίδνημι
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
spread over, κακοῖς ἐπικίδνατε θυμόν spread a brave spirit over your ills, Orac. ap. Hdt.7.140:—in Hom. always Pass. (only in Il.), ὕδωρ ἐπικίδναται ἆιαν is spread over the earth, Il.2.850, cf. A.R.2.978; ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς far as the morning light is spread, Il.7.451,458; ἐπεκίδνατο οὐρανὸν ἄστρα Q.S.5.347.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
élever au-dessus de : κακοῖς ἐπ. θυμόν HDT élever son âme au-dessus du malheur;
Moy. ἐπικίδναμαι seul. prés. et impf. se répandre sur ou se répandre à travers.
Étymologie: ἐπί, κίδνημι.
Greek Monolingual
ἐπικίδνημι (Α)
εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῖς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ.
β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίδνημι, ενεργ. τ. του ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ἐπικίδνημι: διανέμω, σκορπίζω, Χρησμ. παρ' Ηροδ. — Παθ., ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν, εξαπλώνεται, κατακλύζει ολόκληρη τη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς, για όσο χρονικό διάστημα απλώνεται το φως της αυγής, στο ίδ.
German (Pape)
(κίδνημι), darüber ausbreiten, θυμὸν κακοῖς, seinen Mut über das Unglück erheben, orac. Her. 7.140.
Pass. sich verbreiten, ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν, über die Erde, Il. 2.850; ὅσον ἐπικίδναται ἠώς, so weit sich die Morgenröte verbreitet, d.i. über die ganze Erde hin, Il. 7.451, 458; ἐπεκίδναντο οὐρανὸν ἄστρα Qu.Sm. 5.347.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικίδνημι: эп.-ион. ἐπικίδναμι простирать: κακοῖς ἐπικίδνατε θυμόν Her. бедствиям противопоставьте (свое) мужество, по друг. излейте свою душу в скорби; med. простираться, распространяться (ὅσον ἐπικίδναται ἠώς Hom.): οὖ ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν Hom. (река Аксий), вода которого разливается по (амидонской) земле.
Middle Liddell
to spread over, Orac. ap. Hdt.:—Pass., ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν is spread over the earth, Il.; ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς far as the morning light is spread, Il.