исполнять: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συντελέω]], [[ἀποπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[δράω]], [[ἄνω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[κομίζω]], [[ἀνύω]], [[ἁνύω]], [[ἀνύτω]], [[ἁνύτω]], [[ἄνυμι]], [[ἐπιτελέω]], [[ποιέω]], [[πληροφορέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐπιτελειόω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[ἀποτελέω]], [[ἀποπίμπλημι]], [[κραίνω]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[κατεργάζομαι]], [[πένομαι]] | |rueltext=[[ἐπακούω]], [[ἐκπληρόω]], [[συντελέω]], [[ἀποπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[δράω]], [[ἄνω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[κομίζω]], [[ἀνύω]], [[ἁνύω]], [[ἀνύτω]], [[ἁνύτω]], [[ἄνυμι]], [[ἐπιτελέω]], [[ποιέω]], [[πληροφορέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐπιτελειόω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[ἀποτελέω]], [[ἀποπίμπλημι]], [[κραίνω]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[κατεργάζομαι]], [[πένομαι]], [[ἐμπίπλημι]], [[πληρόω]], [[ὑπηρετέω]], [[ἀποδίδωμι]], [[κυρόω]], [[τελέω]], [[ἐκφέρω]], [[ἀθλέω]], [[κτίζω]], [[φυλάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπακούω, ἐκπληρόω, συντελέω, ἀποπληρόω, συνεκπληρόω, δράω, ἄνω, ἐπεξεργάζομαι, κομίζω, ἀνύω, ἁνύω, ἀνύτω, ἁνύτω, ἄνυμι, ἐπιτελέω, ποιέω, πληροφορέω, καταπράσσω, καταπράττω, ἐπιτελειόω, ἐκπίμπλημι, ἀποτελέω, ἀποπίμπλημι, κραίνω, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, κατανύω, κατανύτω, κατεργάζομαι, πένομαι, ἐμπίπλημι, πληρόω, ὑπηρετέω, ἀποδίδωμι, κυρόω, τελέω, ἐκφέρω, ἀθλέω, κτίζω, φυλάσσω