доходить: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(2)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[καθικνέομαι]], [[ἄνειμι]], [[προσαναβαίνω]], [[εἰσήκω]], [[ἐσήκω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[προσαυρίζω]], [[διϊκνέομαι]], [[ἀνήκω]], [[ἔρχομαι]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικνέομαι]], [[προσικνέομαι]], [[καταντάω]], [[ἐξήκω]], [[παρήκω]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[καθήκω]], [[κατήκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[διαφοιτάω]], [[διαφοιτέω]], [[ἀποβαίνω]], [[περιέρχομαι]], [[βαίνω]]
|rueltext=[[περιήκω]], [[πληρόω]], [[καθικνέομαι]], [[ἄνειμι]], [[προσαναβαίνω]], [[εἰσήκω]], [[ἐσήκω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[προσαυρίζω]], [[διϊκνέομαι]], [[ἀνήκω]], [[ἔρχομαι]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικνέομαι]], [[προσικνέομαι]], [[καταντάω]], [[ἐξήκω]], [[παρήκω]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[καθήκω]], [[κατήκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[διαφοιτάω]], [[διαφοιτέω]], [[ἀποβαίνω]], [[περιέρχομαι]], [[βαίνω]], [[τελευτάω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταλαμβάνω]], [[ἐξυφηγέομαι]], [[ἐξέρχομαι]], [[προσπίπτω]], [[ἀναβαίνω]], [[ἐπιβαίνω]], [[εὐπορέω]], [[λαμβάνω]], [[ἱκάνω]], [[ἀφικνέομαι]], [[συμβαίνω]], [[παραδίδωμι]], [[ἐξικνέομαι]], [[διήκω]], [[διανύω]], [[ἀνατείνω]], [[καθάπτω]], [[συμπεραίνω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 15 October 2019