бурный: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[χειμέριος]] | |rueltext=[[χειμέριος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[δυσπέμφελος]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[οἰδματόεις]], [[κυματίας]], [[κυματίης]], [[ζαμενής]], [[ἄγριος]], [[ἐξώστης]], [[ὄβριμος]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ὀξύς]], [[δριμύς]], [[δυσχείμερος]], [[δύσομβρος]], [[πολύδονος]], [[σφοδρός]], [[εὐριπώδης]], [[ἀργεστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[πολύκλυστος]], [[ζαής]], [[μαλερός]], [[ἴφθιμος]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[τυφωνικός]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]], [[αἰπύς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 18 October 2019
Russian > Greek
χειμέριος, ἄητος, περισπερχής, δυσπέμφελος, χειμάρροος, χειμάρρους, χείμαρρος, οἰδματόεις, κυματίας, κυματίης, ζαμενής, ἄγριος, ἐξώστης, ὄβριμος, ἰσχυρός, σύντονος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, ὀξύς, δριμύς, δυσχείμερος, δύσομβρος, πολύδονος, σφοδρός, εὐριπώδης, ἀργεστής, κραιπνός, λάβρος, ἀελλόπους, ἀελλόπος, πολύκλυστος, ζαής, μαλερός, ἴφθιμος, κατάφορος, πολυάϊξ, ἐπαιγίζων, τυφωνικός, τραχύς, τρηχύς, αἰπύς