опустошать: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταθέω]] | |rueltext=[[καταθέω]] ;; [[ἐκκορέω]] ;; [[κενόω]] ;; [[κεινόω]] ;; [[ἐκκενόω]] ;; [[ἐκκεινόω]] ;; [[δαΐζω]] ;; [[ἐξανίστημι]] ;; [[ληΐζομαι]] ;; [[λῄζομαι]] ;; [[λεΐζομαι]] ;; [[λεηλατέω]] ;; [[λαπάσσω]] ;; [[λαπάττω]] ;; [[ἐρημόω]] ;; [[πέρθω]] ;; [[κακοποιέω]] ;; [[κεραΐζω]] ;; [[πορθέω]] ;; [[διαφθείρω]] ;; [[διαπορθέω]] ;; [[δηλέομαι]] ;; [[δαλέομαι]] ;; [[κατατρέχω]] ;; [[ἐπικείρω]] ;; [[προνομεύω]] ;; [[δενδροκοπέω]] ;; [[δηϊόω]] ;; [[δῃόω]] ;; [[ἐκκοκκίζω]] ;; [[κόπτω]] ;; [[ἀϊστόω]] ;; [[περικόπτω]] ;; [[κατασκάπτω]] ;; [[ἀδικέω]] ;; [[φθείρω]] ;; [[κείρω]] ;; [[τέμνω]] ;; [[τρίβω]] ;; [[ἐξαιρέω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
καταθέω ;; ἐκκορέω ;; κενόω ;; κεινόω ;; ἐκκενόω ;; ἐκκεινόω ;; δαΐζω ;; ἐξανίστημι ;; ληΐζομαι ;; λῄζομαι ;; λεΐζομαι ;; λεηλατέω ;; λαπάσσω ;; λαπάττω ;; ἐρημόω ;; πέρθω ;; κακοποιέω ;; κεραΐζω ;; πορθέω ;; διαφθείρω ;; διαπορθέω ;; δηλέομαι ;; δαλέομαι ;; κατατρέχω ;; ἐπικείρω ;; προνομεύω ;; δενδροκοπέω ;; δηϊόω ;; δῃόω ;; ἐκκοκκίζω ;; κόπτω ;; ἀϊστόω ;; περικόπτω ;; κατασκάπτω ;; ἀδικέω ;; φθείρω ;; κείρω ;; τέμνω ;; τρίβω ;; ἐξαιρέω