обитать: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπισκηνόω]] | |rueltext=[[ἐπισκηνόω]] ;; [[πολεύω]] ;; [[ἐνδημέω]] ;; [[ἐνδιάω]] ;; [[ἐνδιαιτάομαι]] ;; [[ἐνδιαιτέομαι]] ;; [[ναιετάω]] ;; [[ναίω]] ;; [[ἐγκατοικέω]] ;; [[ἀμφινέμομαι]] ;; [[διαιτάω]] ;; [[οἰκέω]] ;; [[οἰκείω]] ;; [[κατοικέω]] ;; [[εἰσοικέω]] ;; [[ἐσοικέω]] ;; [[ἐνναίω]] ;; [[οἰκετεύω]] ;; [[ἐνοικέω]] ;; [[ἐγκατοικίζω]] ;; [[ὑποκάθημαι]] ;; [[ὑποκάτημαι]] ;; [[ἐνέζομαι]] ;; [[καταναίω]] ;; [[κλίνω]] ;; [[ἐνιαύω]] ;; [[ἐπινέμω]] ;; [[νέμω]] ;; [[κατέχω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπισκηνόω ;; πολεύω ;; ἐνδημέω ;; ἐνδιάω ;; ἐνδιαιτάομαι ;; ἐνδιαιτέομαι ;; ναιετάω ;; ναίω ;; ἐγκατοικέω ;; ἀμφινέμομαι ;; διαιτάω ;; οἰκέω ;; οἰκείω ;; κατοικέω ;; εἰσοικέω ;; ἐσοικέω ;; ἐνναίω ;; οἰκετεύω ;; ἐνοικέω ;; ἐγκατοικίζω ;; ὑποκάθημαι ;; ὑποκάτημαι ;; ἐνέζομαι ;; καταναίω ;; κλίνω ;; ἐνιαύω ;; ἐπινέμω ;; νέμω ;; κατέχω