неодолимый: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(4) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπάλαμνος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρίδμητος]], [[ἐρίδματος]], [[ἰσχυρός]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνυπέρβλητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀμάχητος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀνάλωτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσεκβίαστος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀνεκβίαστος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[ἄαπτος]], [[ἀνεπιχείρητος]], [[ἄληπτος]], [[ἄπορος]], [[ἀκατάλυτος]], [[βιαστικός]], [[δυσχείρωτος]], [[δυσμεταχείριστος]] | |rueltext=[[ἀπάλαμνος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρίδμητος]], [[ἐρίδματος]], [[ἰσχυρός]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνυπέρβλητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀμάχητος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀνάλωτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσεκβίαστος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀνεκβίαστος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[ἄαπτος]], [[ἀνεπιχείρητος]], [[ἄληπτος]], [[ἄπορος]], [[ἀκατάλυτος]], [[βιαστικός]], [[δυσχείρωτος]], [[δυσμεταχείριστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄπρακτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀπάλαμνος, ὀχυρός, ἐρίδμητος, ἐρίδματος, ἰσχυρός, ἀνανταγώνιστος, ἀνυπέρβλητος, ἀπόλεμος, ἀπτόλεμος, ἀνυπόστατος, ἀμάχητος, ἀδάματος, ἀπεριγένητος, ἀπρόσμαχος, ἀνάλωτος, δύσμαχος, δυσεκβίαστος, ἀπρόσοιστος, ἀμαιμάκετος, ἀνεκβίαστος, ἀνίκητος, ἀνίκατος, ἀήσσητος, ἀήττητος, δυσπάλαιστος, ἄαπτος, ἀνεπιχείρητος, ἄληπτος, ἄπορος, ἀκατάλυτος, βιαστικός, δυσχείρωτος, δυσμεταχείριστος, ἀδήριτος, ἄπρακτος