ταλαύρινος: Difference between revisions
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
(2b) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talayrinos | |Transliteration C=talayrinos | ||
|Beta Code=talau/rinos | |Beta Code=talau/rinos | ||
|Definition=ον, ( | |Definition=ον, ([[τλάω]], [[ϝρινός]]) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing a shield of bull's-hide</b>, epith. of Ares, τ. πολεμιστής <span class="bibl">Il.5.289</span>, <span class="bibl">20.78</span>, etc.; so of <b class="b3">Πόλεμος</b>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pax</span>241</span>; and, jokingly, of Lamachus, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>964</span>; <b class="b3">τ. χρώς</b> a <b class="b2">thick tough</b> hide, <span class="title">AP</span>7.208 (Anyte): neut. as Adv., <b class="b3">ταλαύρινον πολεμίζειν</b> to fight <b class="b2">toughly, stoutly</b>, <span class="bibl">Il.7.239</span> (or masc., to fight <b class="b2">as a bearer of a bull's-hide shield</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:46, 10 December 2019
English (LSJ)
A bearing a shield of bull's-hide, epith. of Ares, τ. πολεμιστής Il.5.289, 20.78, etc.; so of Πόλεμος, Ar. Pax241; and, jokingly, of Lamachus, Id.Ach.964; τ. χρώς a thick tough hide, AP7.208 (Anyte): neut. as Adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.7.239 (or masc., to fight as a bearer of a bull's-hide shield).
German (Pape)
[Seite 1065] (für ταλά-Fρινος), mit dem stierledernen Schilde den Kampf bestehend, Stöße damit auffangend, od. dem Andrange stierlederner Schilde widerstehend; Beiwort des Ares, ταλ. πολεμιστής, Il. 5, 289. 20, 78. 22, 267; auch adv., in allgemeiner Bdtg, ταλαύρινον πολεμίζειν, 7, 239, standhaft, muthig kämpfen; Ar. Ach. 928 nennt den Lamachos so, vgl. Pax 241. – Bei Anyte 15 (VII, 208) ist χρὼς ταλ. ἵππου die Haut, die Etwas aushalten kann, dickfellig.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαύρῑνος: -ον, (ταλα *τλάω, ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., καρτερικός, ἀτρόμητος, ἀκαταμάχητος, τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. χρώς, παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cuir, càd au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; adv. • ταλαύρινον IL avec une force invincible.
Étymologie: τάλας, ῥινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον
α) με δύναμη, ισχυρά
β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ταλαύρινος χρως» — χοντρό, ανθεκτικό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταλαύρινος < ταλαFρινος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ταλα με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας telā- «σηκώνω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) και β' συνθετικό του τ. ῥινός (< Fρινός) «δέρμα»].
Greek Monotonic
τᾰλαύρῑνος: -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά ασπίδα φτιαγμένη από σκληρό δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· ταλαύρινος χρώς, παχύ, χοντρό, ισχυρό δέρμα, σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, να μάχεσαι ισχυρά, με εγκαρτέρηση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαύρῑνος:
1) досл. крепкокожаный, т. е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою (πολεμιστής Hom.);
2) неукротимый, жестокий (πόλεμος Arph.);
3) толстый, крепкий (χρὼς ἵππου Anth.).
Middle Liddell
τᾰλαύ-ρῑνος, ον, [*τλάω, ῥινός
with shield of tough bull's-hide, Il.; τ. χρώς a thick tough hide, Anth.:— neut. as adv., ταλαύρινον πολεμίζειν to fight toughly, stoutly, Il.
Frisk Etymology German
ταλαύρινος: {talaúrinos}
Meaning: schildtragend
See also: s. zu ῥινός.
Page 2,850