ὀξύτης: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(1ba) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksytis | |Transliteration C=oksytis | ||
|Beta Code=o)cu/ths | |Beta Code=o)cu/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sharpness]], [[pointedness]], of [[acute]] [[angle]]s, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 61e</span>, cf. <span class="bibl">56d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of the senses, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> of sound, [[sharpness]], opp. [[βαρύτης]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Phlb.</span> 17c</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span> 163c</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of taste, [[pungency]], [[acidity]], in pl., <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Acut.</span>61</span>, cf. Gal.11.656. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of sight, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 492a4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> metaph., [[sharpness]], [[cleverness]], τῆς ψυχῆς Phld.<span class="title">Rh.</span> 2.31 S. ; [[σκέψεως]] ibid.; [[διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ' ὀξύτητι]] Philosteph. Com.I; ὀξύτης ἐς τὰ πολιτικά <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> [[quickness]], of [[motion]], [[action]], or [[occurrence]], <span class="bibl">Critias 37</span> D., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Chrm.</span>160b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>306c</span>, al.; ταῖς ὀξύτησι . . ἀκολουθεῖν <span class="bibl">D.24.95</span> ; [[ἡ ὀξύτης τοῦ καιροῦ]] = [[the pressing occasion]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span> 2</span>, <span class="bibl">D.S.15.43</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">V</span> = [[ὀξεῖα]], ἡ,</b> v. [[ὀξύς]] <span class="bibl">11.3d</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span> 138.16</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1456b33</span> : pl., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>399a</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύτης:''' -ητος, ἡ ([[ὀξύς]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[οξύτητα]], [[αιχμηρότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[οξυφωνία]], σε αντίθ. προς το [[βαρύτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για το νου, [[εξυπνάδα]], | |lsmtext='''ὀξύτης:''' -ητος, ἡ ([[ὀξύς]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[οξύτητα]], [[αιχμηρότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[οξυφωνία]], σε αντίθ. προς το [[βαρύτης]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για το νου, [[εξυπνάδα]], ευφυΐα, [[ταχύτητα]] αντίληψης, [[οξύνοια]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για [[κίνηση]], [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], στον ίδ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:41, 5 May 2020
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A sharpness, pointedness, of acute angles, Pl.Ti. 61e, cf. 56d. II of the senses, 1 of sound, sharpness, opp. βαρύτης, Id.Phlb. 17c, Tht. 163c. 2 of taste, pungency, acidity, in pl., Hp.VM19, Acut.61, cf. Gal.11.656. 3 of sight, Arist.HA 492a4. III metaph., sharpness, cleverness, τῆς ψυχῆς Phld.Rh. 2.31 S. ; σκέψεως ibid.; διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ' ὀξύτητι Philosteph. Com.I; ὀξύτης ἐς τὰ πολιτικά Luc.Im.17. IV quickness, of motion, action, or occurrence, Critias 37 D., Pl.Chrm.160b, Plt.306c, al.; ταῖς ὀξύτησι . . ἀκολουθεῖν D.24.95 ; ἡ ὀξύτης τοῦ καιροῦ = the pressing occasion, Plu.Pyrrh. 2, D.S.15.43. V = ὀξεῖα, ἡ, v. ὀξύς 11.3d, A.D.Adv. 138.16, cf. Arist.Po.1456b33 : pl., Pl.Cra.399a.
German (Pape)
[Seite 355] ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Ggstz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῦ πολέμου καιροῖς ἀκολουθεῖν, Dem. 94, 95.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύτης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀξύς, ἐπὶ ὀξειῶν γωνιῶν, Πλάτ. Τίμ. 61Ε. ΙΙ. ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 17C, Θεαιτ. 163C· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 399Α. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) ἐπὶ ὁράσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 1. ΙΙΙ. μεταφορ. ταχύτης ἀντιλήψεως, ὀξύνοια, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Χαρμ. 160Α· διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ’ ὀξύτητι Φιλοστέφανος ἐν «Δηλίῳ» 1· ὀξ. ἐς τὰ πολιτικὰ Λουκ. Εἰκόν. 17. 2) ἐπὶ κινήσεως, ταχύτης, Πλάτ. Χαρμ. 160Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐνεργείας, ταχύτης, ὁρμητικότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 56D, κ. ἀλλ. ἐν τῷ πληθ., Δημ 730. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, ἡ ὀξ. τῶν καιρῶν, ἡ ἀκριβὴς στιγμή, Διόδ. 15. 43. IV. = ὀξεῖα, ἡ, ἴδε ἐν λ. ὀξὺς ΙΙ. 3 γ.
French (Bailly abrégé)
ὀξύτητος (ἡ) :
I. forme aiguë, pointe;
II. p. anal. 1 en parl. de sensations physiques, de la douleur acuité, force, intensité ; en parl. du son élévation ; t. de gramm. accentuation avec l’accent aigu ; en parl. de saveur acidité, aigreur ; en parl. de mouvement rapidité;
2 en parl. de l’intelligence pénétration d’esprit, promptitude à comprendre.
Étymologie: ὀξύς.
Greek Monotonic
ὀξύτης: -ητος, ἡ (ὀξύς),·
I. οξύτητα, αιχμηρότητα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ήχο, οξυφωνία, σε αντίθ. προς το βαρύτης, στον ίδ.
III. λέγεται για το νου, εξυπνάδα, ευφυΐα, ταχύτητα αντίληψης, οξύνοια, στον ίδ.
IV. λέγεται για κίνηση, ταχύτητα, γρηγοράδα, στον ίδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύτης: ητος (ῠ) ἡ
1) заостренность, острота (γωνιῶν Plat.);
2) муз. высота (τῆς φωνῆς Plat.);
3) острота, зоркость (ὄψεως Arst.);
4) восприимчивость, способность, одаренность (τῆς ψυχῆς Plat.);
5) быстрота, стремительность, скорость (ὀ. καὶ τάχος Plat.);
6) внезапность (τῶν καιρῶν Diod.);
7) неожиданная случайность (αἱ ὀξύτητες καὶ οἱ τοῦ πολέμου καιροί Dem.).
Middle Liddell
ὀξύτης, ητος, ἡ, ὀξύς
I. sharpness, pointedness, Plat.
II. of sound, sharpness, opp. to βαρύτης, Plat.
III. of the mind, sharpness, cleverness, Plat.
IV. of motion, quickness, Plat., Dem.