ὁμοιογένεια: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(28) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiogeneia | |Transliteration C=omoiogeneia | ||
|Beta Code=o(moioge/neia | |Beta Code=o(moioge/neia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">likeness of race</b> or | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">likeness of race</b> or [[kind]], <span class="bibl">D.H.3.15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A likeness of race or kind, D.H.3.15.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, Gleichheit des Geschlechtes, der Gattung, D. Hal. 3, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιογένεια: ἡ, ὁμοιότης γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοιογένεια) ομοιογενής
ομοιότητα γένους ή είδους
νεοελλ.
1. ζωολ. μονάδα συστηματικής κατάταξης που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν αντί του όρου οικογένεια ενώ σήμερα τοποθετείται μεταξύ της υποοικογένειας και του γένους
2. μτφ. ομοιότητα απόψεων ή σκοπών.