πιεστός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(3b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piestos
|Transliteration C=piestos
|Beta Code=piesto/s
|Beta Code=piesto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">compressible</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 385a15</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>8</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[compressible]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 385a15</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεστός Medium diacritics: πιεστός Low diacritics: πιεστός Capitals: ΠΙΕΣΤΟΣ
Transliteration A: piestós Transliteration B: piestos Transliteration C: piestos Beta Code: piesto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A compressible, Arist.Mete. 385a15, Thphr.Lass.8.

German (Pape)

[Seite 613] gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πιεστός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιεστός, -ή, -όν, ΝΑ πιέζω
αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τον πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του
νεοελλ.
1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από πίεση
2. το ουδ. ως ουσ. το πιεστό(ν)
η φυσική ιδιότητα τών σωμάτων να ελαττώνονται κατά όγκο από την επίδραση εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).

Russian (Dvoretsky)

πιεστός: способный сжиматься, податливый (ἰξός Arst.).