σιταγωγός: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitagogos | |Transliteration C=sitagogos | ||
|Beta Code=sitagwgo/s | |Beta Code=sitagwgo/s | ||
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">conveying corn</b>, <b class="b3">πλοῖα</b> | |Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">conveying corn</b>, <b class="b3">πλοῖα</b> [[provision]]-ships, <span class="bibl">Hdt.7.147</span>; <b class="b3">ἄκατοι</b> ib. <span class="bibl">186</span>; νῆες <span class="bibl">And.2.21</span>, <span class="bibl">Th.8.4</span>; ὁλκάδες <span class="bibl">Id.6.30</span>; cf. [[σιτηγός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 28 June 2020
English (LSJ)
όν, (ἄγω)
A conveying corn, πλοῖα provision-ships, Hdt.7.147; ἄκατοι ib. 186; νῆες And.2.21, Th.8.4; ὁλκάδες Id.6.30; cf. σιτηγός.
German (Pape)
[Seite 884] Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe, Her. 7, 147; Thuc. 6, 33. 8, 4; Xen. An. 1, 7, 15; Andoc. 2, 21; Sp., s. Lob. Phryn. p. 430.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων ἢ μεταφέρων σῖτον εἴς τινα τόπον, σ. πλοῖα, φέροντα τὰς τροφάς, Ἡρόδ. 7. 137· ἄκατοι αὐτόθι 186· ναῦς Ἀνδοκ. 22. 21, Θουκ. 8. 4· ὁλκὰς αὐτόθι 6. 30· πρβλ. σιτηγός, καὶ ἴδε Φρύνιχ. σ. 430.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte du blé.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.
Greek Monolingual
-ό / σιταγωγός, -όν, ΝΜΑ
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι
αρχ.
αυτός που μεταφέρει τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγός].
Greek Monotonic
σῑτᾰγωγός: -όν, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σιταγωγὰ πλοῖα, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς ναῦς, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.
Russian (Dvoretsky)
σῑτᾰγωγός: привозящий зерновой хлеб, доставляющий продовольствие (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).
Middle Liddell
σῑτ-ᾰγωγός, όν
conveying or transporting corn, ς. πλοῖα provision-ships, Hdt.; ς. ναῦς Thuc.