σχίζα: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schiza | |Transliteration C=schiza | ||
|Beta Code=sxi/za | |Beta Code=sxi/za | ||
|Definition=ης, ἡ, (σχίζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of wood cut off, lath, splinter</b>, σχίζῃ δρυός <span class="bibl">Od.14.425</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1032</span>: pl., <b class="b2">wood cleft small</b>, esp. | |Definition=ης, ἡ, (σχίζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of wood cut off, lath, splinter</b>, σχίζῃ δρυός <span class="bibl">Od.14.425</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1032</span>: pl., <b class="b2">wood cleft small</b>, esp. [[firewood]], <b class="b3">καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς</b>] <span class="bibl">Il.1.462</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>191.5</span> (iii B.C.), <span class="title">IG</span> 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον <span class="bibl">Il.2.425</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">shaft, dart</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>20.20</span> sq., <span class="bibl"><span class="title">1 Ma.</span>10.80</span>, <span class="title">AP</span>6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν <span class="title">IG</span>22.1629.996.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:20, 28 June 2020
English (LSJ)
ης, ἡ, (σχίζω)
A piece of wood cut off, lath, splinter, σχίζῃ δρυός Od.14.425, cf. Ar.Pax 1032: pl., wood cleft small, esp. firewood, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς] Il.1.462, cf. PCair.Zen.191.5 (iii B.C.), IG 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Il.2.425. 2 shaft, dart, LXX 1 Ki.20.20 sq., 1 Ma.10.80, AP6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν IG22.1629.996.
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, ion. σχίζη, kleingespaltenes Holz, bes. zum Kochen, Braten, beim Opfern, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς Il. 1, 462, τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 2, 425; Ar. Pax 989. 996; übh. ein Scheit, Stück Holz, Od. 14, 425, wo es zum Tödten des Schweines gebraucht wird; auch wie σχίδη, σχίδαξ, σχῖδος, Splitter, Spleiß, u., nach dem von solchen Scheiten gemachten Gebrauche, Schindel, Fackel, Pfeil, LXX. u. a. Sp. – Spaltung, Trennung, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
σχίζα: Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, (σχίζω) τεμάχιον ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ σχίδαξ. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, μάλιστα καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) βέλος Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 δόρυ, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. σχίσμα, διάσχισις, διαχωρισμός, ὁδῶν Συνέσ. 91C.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
éclat de bois, copeau.
Étymologie: σχίζω.
English (Autenrieth)
split wood; δρυός, oaken billet, Od. 14.425.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σκίζα Ν, και ιων. τ. σχίζη Α
1. απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι (α. «κόψε σχίζες για το τζάκι» β. «κόψε δ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε καίων», Ομ. Οδ.)
2. τεμάχιο ξύλου που με την καύση του παρέχεται φωτισμός
μσν.-αρχ.
διαχωρισμός οδών
αρχ.
1. βέλος
2. (ιδίως στον πληθ.) αἱ σχίζαι
τα καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδ-jα < θ. σχιδ- του σχίζω].
Greek Monotonic
σχίζα: Ιων. σχίζη, -ης, ἡ (σχίζω)·
1. κομμάτι ξύλου που έχει αποσχισθεί, ροκανίδι, πελεκούδι, σκλήθρα, Λατ. scindula, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ξύλα σχισμένα σε μικρά κομμάτια, καυσόξυλα, σε Όμηρ.
2. βέλος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σχίζα: ион. σχίζη ἡ щепка, лучина или полено Hom., Arph.; pl. дрова Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχίζα -ης, ἡ [~ σχίζω] gekloofd stuk hout, houtblok.
Middle Liddell
σχίζω
1. a piece of wood cleft off, a lath, splinter, Lat. scindula, Od., Ar.: in pl. cleft wood, fire-wood, Hom.
2. an arrow, Anth.