ἐπικούρημα: Difference between revisions
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikoyrima | |Transliteration C=epikoyrima | ||
|Beta Code=e)pikou/rhma | |Beta Code=e)pikou/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[protection]], τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.5.13</span>; [[remedy]], Gal.6.171: pl., <b class="b2">aids, succours</b>, τῇ ζωῇ <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span> 20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:28, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A protection, τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος X.An.4.5.13; remedy, Gal.6.171: pl., aids, succours, τῇ ζωῇ Iamb.Protr. 20.
German (Pape)
[Seite 952] τό, Hülfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee, Xen. An. 4, 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικούρημα: τό, βοήθημα, ἦν δὲ τοῖς... ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, ἦτο δὲ τῶν... ὀφθαλμῶν προφυλακτικὸν ἐναντίον τῆς χιόνος ἐάν τις ἐπορεύετο ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μέλαν τι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.
Greek Monolingual
ἐπικούρημα, τὸ (Α) επικουρώ
1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια
2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση
3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο.
Greek Monotonic
ἐπικούρημα: -ατος, τό, μέσο προστασίας, χιόνος εναντίον του χιονιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικούρημα: ατος τό помощь или защита: ἐ. τῆς χιόνος Xen. защита от снега.
Middle Liddell
ἐπικούρημα, ατος, τό, [from ἐπικουρέω
protection, χιόνος against snow, Xen.