μνῆστις: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnistis
|Transliteration C=mnistis
|Beta Code=mnh=stis
|Beta Code=mnh=stis
|Definition=Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">remembrance, recollection, heed</b>, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην <span class="bibl">Od.13.280</span>; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι <span class="bibl">Alcm.64</span>; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>520</span>, cf. <span class="bibl">1269</span>; <b class="b3">ὅτου… ἀπορρεῖ μ</b>. ib.<span class="bibl">523</span>; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί <span class="bibl">Theoc.28.23</span>; <b class="b3">οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε</b> then you bethought yourselves of Gelon, <span class="bibl">Hdt.7.158</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">memory, fame</b>, <span class="bibl">Simon.4.3</span>.</span>
|Definition=Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">remembrance, recollection, heed</b>, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην <span class="bibl">Od.13.280</span>; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι <span class="bibl">Alcm.64</span>; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>520</span>, cf. <span class="bibl">1269</span>; <b class="b3">ὅτου… ἀπορρεῖ μ</b>. ib.<span class="bibl">523</span>; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί <span class="bibl">Theoc.28.23</span>; <b class="b3">οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε</b> then you bethought yourselves of Gelon, <span class="bibl">Hdt.7.158</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[memory]], [[fame]], <span class="bibl">Simon.4.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῆστις Medium diacritics: μνῆστις Low diacritics: μνήστις Capitals: ΜΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: mnē̂stis Transliteration B: mnēstis Transliteration C: mnistis Beta Code: mnh=stis

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ,

   A remembrance, recollection, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.13.280; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm.64; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. S.Aj.520, cf. 1269; ὅτου… ἀπορρεῖ μ. ib.523; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc.28.23; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.7.158.    II memory, fame, Simon.4.3.

German (Pape)

[Seite 196] ἡ, das Gedenken an Etwas; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, wir dachten nicht an das Abendessen, Od. 13, 280; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, Soph. Ai. 516. 1248, gedenken; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε, so dachtet ihr, erinnertet euch an den Gelon, Her. 7, 158; sp. D., wie Theocr. 28, 23; Nic. Ther. extr.; vgl. Lob. zu Phryn. 256.

Greek (Liddell-Scott)

μνῆστις: Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, (μνάομαι) ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, προσοχή, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. αὐτόθι 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. μνήμη, φήμη, Σιμωνίδ. 5.

French (Bailly abrégé)

εως, poét. ιος (ἡ) :
1 action de penser à, pensée;
2 souvenir.
Étymologie: μνάομαι.

English (Autenrieth)

(μιμνήσκω): remembrance, Od. 13.280†.

Greek Monolingual

μνήστις -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις)
1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη
2. μνεία
3. προσοχή
4. φήμη
5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη-σ- του μι-μνή-σκω + επίθημα -τις (για το -σ- του τ. πρβλ. λῆ-σ-τις)].

Greek Monotonic

μνῆστις: Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ (μνάομαι), ενθύμηση, ανάμνηση, προσοχή σε, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε κἀμοῦ μνήστω, σε Σοφ.· οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, έτσι λοιπόν θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μνῆστις: дор. μνᾶστις, εως и ιος ἡ
1) мысль, помышление (οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μ. ἔην Hom.): ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν Soph. думай и обо мне;
2) воспоминание (οὕτω δὴ Γέλωνος μ. γέγονεν Her.).

Middle Liddell

μνάομαι
remembrance, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστω Soph.:— οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.