διαφερόντως: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaferontos | |Transliteration C=diaferontos | ||
|Beta Code=diafero/ntws | |Beta Code=diafero/ntws | ||
|Definition=Adv. pres. part. Act. of <b class="b3">διαφέρω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Adv. pres. part. Act. of <b class="b3">διαφέρω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[differently from]], <b class="b3">δ. ἤ .</b>., <span class="bibl">Lys.31.20</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>538b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>85b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">δ. τῶν ἄλλων</b> [[above]] all others, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cri.</span>52b</span>; πάντων δ. προθυμότατος <span class="bibl">Th.8.68</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> abs., <b class="b2">differently, in different ways</b> or [[degrees]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1098a29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span> 1260a11</span>, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>7p.430M.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">especially, pre-eminently</b>, <span class="bibl">Th.1.38</span>, etc.; δ. ἧττον πολύ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>862d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 30 June 2020
English (LSJ)
Adv. pres. part. Act. of διαφέρω,
A differently from, δ. ἤ .., Lys.31.20, Pl.R.538b, Phd.85b. 2 c. gen., δ. τῶν ἄλλων above all others, Id.Cri.52b; πάντων δ. προθυμότατος Th.8.68. II abs., differently, in different ways or degrees, Arist.EN1098a29, Pol. 1260a11, Hierocl. in CA7p.430M. 2 especially, pre-eminently, Th.1.38, etc.; δ. ἧττον πολύ Pl.Lg.862d.
German (Pape)
[Seite 610] verschieden, auf andere Weise als –; δ. ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. Phaed. 85 b; δ. ἔχει ἤ Rep. V, 455 c; vgl. Xen. Mem. 3, 8, 5; auf eine ganz ausgezeichnete Weise, vorzüglich; δ. ἀδικούμενοι Thuc. 1, 38; besonders, am häufigsten vor adject.; δ. εὐδαίμων Plat. Rep. IV 420 b; δ. ἧττον, weit weniger, Lgg. IX, 862 c, u. öfter; δ. σώφρων Arist. Nic. 10, 2, 1; – δ. τῶν ἄλλων, vor allen Uebrigen, z. B. ἀρέσκει Plat. Crit. 53 a.
Greek (Liddell-Scott)
διαφερόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ διαφέρω, διαφόρως ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, διαφερόντως ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) μετὰ γεν.,διαφερόντως τῶν ἄλλων, ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., διαφόρως, κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· δ. ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 différemment, autrement : διαφερόντως ἤ autrement que, différemment de;
2 à un degré différent ; abs. avant tout, surtout, particulièrement.
Étym. part. prés. de διαφέρω.
Spanish (DGE)
adv.
I 1de diferente manera καὶ γὰρ τέκτων καὶ γεωμέτρης δ. ἐπιζητοῦσι τὴν ὀρθήν pues también el carpintero y el geómetra buscan el ángulo recto de diferente manera Arist.EN 1098a29, πᾶσιν ἐνυπάρχει μὲν τὰ μόρια τῆς ψυχῆς, ἀλλ' ἐνυπάρχει δ. Arist.Pol.1260a11, τὸν δὲ ἀγαθὸν (ἄνθρωπον) δ. ἀσπάζεται Hierocl.in CA 7.11.
2 seguido de ἤ de forma diferente ... que τέρπονται ἐκείνην τὴν ἡμέραν δ. ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Pl.Phd.85b, cf. R.538b, ὑμᾶς δ. δεῖ γιγνώσκειν περὶ αὐτοῦ ἢ <οἱ> οἰκεῖοι γιγνώσκουσι Lys.31.20, οὐδὲν δ. ... ἀποκρίνῃ μοι ἤ ... X.Mem.3.8.5, δ. ἥδεσθαι τοὺς πλουσίους ἢ τοὺς πένητας D.L.2.94
•reforzando un compar. mucho, con mucho, con mucha diferencia δ. τι ... μᾶλλον ἑτέρου ἄξιος θαυμάσαι de alguna manera mucho más digno de admirar que otro Th.1.138, ἢ μηδέποτε ... ἢ δ. ἧττον πολύ o nunca más ... o mucho menos a menudo Pl.Lg.862d, μηδὲν δ. μηδὲ ἧττον ni más ni menos Pl.Lg.780a, ἐβούλετό με καὶ φίλον ἡγεῖσθαι δ. μᾶλλον ἢ' κεῖνον quería que yo lo considerase mucho más amigo que a aquél Pl.Ep.330a.
3 de manera contraria c. dat. τῇ νεαρᾷ διατάξει POxy.136.38 (VI d.C.).
II enfát.
1 especialmente, de manera excepcional, sobre todo δ. τι ἀδικούμενοι Th.1.38, cf. Luc.Phal.1.10, δ. γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν Th.2.40, δ. ἐπαινεῖν Isoc.15.112, οὐδὲν δ. Isoc.6.24, πρᾷον αὖ εἶναι δ. Pl.Tht.144a, cf. Thphr.HP 4.8.14, 8.2.8, φύσιν ... τῆς ψυχῆς ... φιλόσοφον δεῖν εἶναι δ. Pl.Ti.18a, πάντα εὐνομωτάτη (πόλις) δ. Pl.Ti.23c, δ. ἀγαπῶ ὅτι ... Aeschin.2.5, ταῦτ' ἤδη δ. ἄξιόν ἐστιν ἀκοῦσαι Aeschin.3.79, ἐνταῦθα δὲ δ. Str.3.2.7, δ. δὲ χαίρων I.AI 1.8, cf. 10.158, 12.83, 20.199, τὴν Ἀσπασίαν ... ἔστερξε δ. Plu.Per.24, φιλαδέλφους καὶ φιλομήτορας δ. ἄνδρας de Cleobis y Bitón, Plu.Sol.27, πανηγύρεις ... ἐπιτελοῦνται, δ. δὲ ἐν [τῇ] ἡμετέρᾳ πόλει se celebran juegos, especialmente en nuestra ciudad, IEphesos 24B.21 (II d.C.), δ. ἐπὶ τῶν ... διακονισσῶν especialmente en lo que compete a las diaconisas Iust.Nou.6.6, cf. Cod.Iust.1.2.24 proem.
2 c. gen. por encima de μηδὲν δ. τῶν ἄλλων ... τετιμῆσθαι Th.3.39, παρέσχε ... ὁ Φρύνιχος ἑαυτὸν πάντων δ. προθυμότατον ἐς τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.68, εἷς ... δ. ... τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Pl.Prt.328b, cf. Cri.52b, Isoc.12.138, πολὺ δὲ τῶν ἄλλων δ. Φιλοκράτης καὶ Δημοσθένης Aeschin.3.80, προσηγόρευον ... ἤπειρον δ. αὐτὴν (τὴν Ἀσίαν) τῶν τριῶν Aristid.Or.21.7
•tb. c. ὑπέρ y ac. παιδείαν ... ἣν ὑπὲρ ἅπαντας ὅσοις ἐγὼ ἐνέτυχον πεπαίδευσαι Phryn.proem.p.60.
Greek Monotonic
διαφερόντως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του διαφέρω,·
I. διαφορετικά από, σε διαφωνία με, διαφερόντως ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ.
II. απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
διαφερόντως:
1) иначе, по-иному (δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.);
2) выше, больше (τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.);
3) в высшей степени, чрезвычайно (ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.).
Middle Liddell
adverbpart. pres. act. of διαφέρω,]
I. differently from, at odds with, διαφερόντως ἤ… , Plat.; c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Plat.
II. absol. eminently, especially, Thuc., etc.